Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Μονοτονικό και Πρώιμα Νεοελληνικά Κείμενα

Τάσος Α. Καπλάνης
Εκδόσεις κειμένων της νεοελληνικής δημώδους γραμματείας και μονοτονικό σύστημα*
Στον Εμμανουήλ Κριαρά


Θα ξεκινήσω με ορισμένες διευκρινίσεις που αφορούν τη γέννηση αυτού του άρθρου. Στο σχετικά πρόσφατο συνέδριο «Neograeca Medii Aevi» της Οξφόρδης,[1] μου δόθηκε, μεταξύ άλλων, η ευκαιρία να υποστηρίξω και να συζητήσω με ειδικούς, δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν, τη δυνατότητα έκδοσης δημωδών κειμένων με το μονοτονικό σύστημα και με ορθογραφία προσαρμοσμένη στους κανόνες της «σχολικής» νεοελληνικής γραμματικής του Μ. Τριαν­τα­φυλ­λίδη. Στις συζητήσεις αυτές συνάντησα συχνά την έντονη αντίδραση ορισμένων συνέδρων, μια αντίδραση που, πρέπει να πω, προκάλεσε την έκπληξή μου, καθώς δε συνοδευόταν από κανένα ουσιαστικό επιχείρημα. Αντ’ αυτού, οι συνομιλητές μου άλλοτε μου μιλούσαν γενικά και αόριστα «για την “αλήθεια” των κειμένων που οφείλουμε να σεβαστούμε», άλλοτε μου υποδείκνυαν ότι ο «σωστός» επιμελητής εκδόσεων οφείλει να χρησιμοποιεί οπωσδήποτε και τη... βαρεία (!), ενώ η γενικότερη άποψή τους συνοψιζόταν στη θέση: «Οι “πολυτονιστές” δεν απολογούνται ποτέ για την εκδοτική τους επιλογή· μόνο οι “μονοτονιστές” απολογούνται».

Διευκρινίζω προκαταβολικά ότι οι απόψεις αυτές δεν απηχούν τις θέσεις όλων των συνέδρων και, επίσης, ότι σκοπός μου σ’ αυτό το άρθρο δεν είναι να κάνω έναν απολογισμό της συνάντησης. Έκρινα, όμως, απαραίτητο να μεταφέρω στον αναγνώστη τις απόψεις αυτές, γιατί, ανεξάρτητα από το ποιοι ήταν οι φορείς τους, παραμένουν ενδεικτικές της άκρας «πολυφωνίας» που επικρατεί σχετικά με τις εκδοτικές πρακτικές που εφαρμόζονται (ή πρέπει να εφαρμόζονται) στα δημώδη κείμενα. Η «πολυφωνία» αυτή τείνει μάλιστα να θεωρείται σχεδόν ενδημικό χαρακτηριστικό του φιλολογικού μας χώρου σε τέτοιο βαθμό, ώστε πλέον να πιστεύεται και να γράφεται ότι δεν μπορεί ούτε υπάρχει λόγος να δοθούν γενικές εκδοτικές αρχές για όλα τα κείμενα.[2] Σωστό είναι, βέβαια, ότι κάθε κείμενο έχει τα δικά του ξεχωριστά προβλήματα και ότι κάθε εκδοτική απόπειρα οφείλει να τα λαμβάνει σοβαρά υπόψη της και να τα επιλύει κατά περίπτωση. Η αδυναμία, όμως, να προσδιοριστεί και να συμφωνηθεί ένας ευρύτερα αποδεκτός κώδικας εκδοτικής πρακτικής και δεοντολογίας είναι μια αδυναμία που αφορά εμάς, ασφαλώς, και όχι τα ίδια τα κείμενα.

Θεωρώ, πάντως, ότι η πρόοδος που έχει σημειωθεί στην έρευνα τα τελευταία χρόνια παρέχει πλέον τη δυνατότητα να ληφθούν αποφάσεις για ορισμένα βασικά εκδοτικά ζητήματα. Αυτό σημαίνει ότι δε συμμερίζομαι την -αποδεκτή από πολλούς σήμερα- άποψη πως ο καθένας είναι ελεύθερος να εκδίδει όπως θέλει, γιατί μου φαίνεται ασύδοτη και γι’ αυτό ασύμφορη. Είναι βέβαια γνωστό ότι η μελέτη της λογοτεχνίας από τη φύση της γεννά σκεπτικισμό, είναι επίσης γνωστό ότι οι αιτιακές εξηγητικές σχέσεις αποδεικνύονται σχεδόν πάντα ανεπαρκείς στην προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου. Επιπλέον, στο φιλολογικό/εκδοτικό χώρο δεν υπάρχουν, δεν μπορούν να υπάρξουν, αξιωματικές αρχές και νόμοι με τον ίδιο τρόπο που εμφανίζονται στις θετικές επιστήμες. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ή ότι δεν μπορεί να υπάρξουν και στο χώρο αυτό απόψεις και πρακτικές που είναι επιστημονικά ορθότερες από άλλες.

Σ’ αυτό το άρθρο, λοιπόν, θα υποστηρίξω ότι είναι όχι απλώς θεμιτό αλλά και επιστημονικά ορθότερο να εκδίδουμε τα δημώδη κείμενα με το μονοτονικό και με προσαρμογή στους σύγχρονους κανόνες ορθογραφίας και στίξης. Θεωρώ, βέβαια, αυτονόητο ότι, πριν αποφασίσουμε για το «πώς» (που δεν αφορά ασφαλώς μόνο την ορθογραφία και τον τονισμό), οφείλουμε να έχουμε ξεκαθαρίσει «τι» εκδίδουμε και «για ποιον». Έτσι, πριν φτάσω στο ορθογραφικό και τονικό μέρος της σύγχρονης εκδοτικής πρακτικής, θα προβώ σε ορισμένες αναγκαίες διευκρινίσεις αναφορικά με το αντικείμενό της, δηλαδή τα ίδια τα κείμενα, και θα αναφερθώ με συντομία τόσο σε ορισμένες βασικές εκδοτικές αρχές όσο και στους αποδέκτες των σύγχρονων εκδόσεων, τους σημερινούς αναγνώστες, καθώς οφείλουμε, νομίζω, να τους λαμβάνουμε υπόψη.

Τι εκδίδουμε, πώς και για ποιον

Για το χαρακτήρα και τα χρονολογικά όρια της δημώδους γραμματείας έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί διάφορες απόψεις.[3] Από αυτές ευρύτερα αποδεκτή σήμερα είναι η άποψη του E. Κριαρά που ορθά υποστήριξε ότι τα δημώδη κείμενα της περιόδου 1100-1669 έχουν χαρακτηριστικά και μεσαιωνικά και νεοελληνικά και προσδιόρισε την περίοδο αυτή ως «υστερομεσαιωνική» και «πρωτονεοελληνική» ταυτόχρονα.[4] Στον Κριαρά και στην έκδοση του Λεξικού του της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)[5] οφείλεται και η «οριστικοποίηση» των χρονολογικών ορίων αυτής της «όψιμης μεσαιωνικής»/«πρώιμης νεοελληνικής» γραμματείας.[6] Θα παρατηρήσει, όμως, κανείς ότι στον τίτλο του άρθρου μου δεν έγραψα «μεσαιωνική ελληνική δημώδης» ούτε «υστερομεσαιωνική/πρωτονεοελληνική», παρά «νεοελληνική δημώδης» γραμματεία.[7] Το έκανα αυτό όχι μόνο για λόγους οικονομίας, αλλά και γιατί πιστεύω ότι ο όρος «δημώδης», από μόνος του, αβίαστα παραπέμπει τον έστω και ελάχιστα υποψιασμένο αναγνώστη τόσο στο μικτό «υστερομεσαιωνικό/πρωτονεοελληνικό» χαρακτήρα της γραμματείας αυτής όσο και στο βασικό διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό της, δηλαδή τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη. Η προσθήκη του επιθέτου «νεοελληνική» απλώς δίνει έμφαση στο στοιχείο που πρέπει να τονιστεί,[8] ενώ παράλληλα σχετίζεται με τα διευρυμένα χρονολογικά όρια αυτής της γραμματείας που θα θεωρήσω δεδομένα για τις ανάγκες του άρθρου αυτού,[9] υπογραμμίζοντας προκαταβολικά ότι δεν είναι τόσο η γραμματολογική αποτίμηση που με ενδιαφέρει εδώ όσο η εκδοτική πρακτική. Με δυο λόγια, λοιπόν, πιστεύω ότι οι εκδοτικές αρχές που θα προσπαθήσω να εκθέσω παρακάτω μπορούν κάλλιστα να εφαρμοστούν και στην έκδοση όσων κειμένων του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, και της εποχής του Διαφωτισμού είναι γραμμένα σε γλώσσα κοντινή στη «φυσική» γλώσσα του λαού – και όχι σε αρχαΐζουσα ή στην κοραϊκή καθαρεύουσα.

Έτσι, η απάντηση που δίνω εγώ στο ερώτημα «τι εκδίδουμε» είναι: τα κείμενα της δημώδους γραμματείας από το 12ο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι υποστηρίζω πως η «δημώδης» λογοτεχνία όλης αυτής της περιόδου είναι «ενιαία», με την έννοια ότι δημιουργεί μια εντελώς ίδια λογοτεχνική παράδοση. Θα ήταν αφελές, άλλωστε, να πιστεύουμε ότι κείμενα που γράφτηκαν σε διάνυσμα επτά περίπου αιώνων, σε διαφορετικούς τόπους και κάτω από την επίδραση πολύ διαφορετικών ιστορικοπολιτικών συγκυριών, κοινωνικών συνθηκών και πνευματικών παραγόντων θα μπορούσαν να είναι ίδια από κάθε άποψη. Πίσω, όμως, από όλα αυτά τα κείμενα υπάρχει ένας συνεκτικός ιστός, ή καλύτερα ένας αρμός που τα συνδέει και τα συγκροτεί σε σώμα· ο αρμός αυτός είναι η γλώσσα τους. Ούτως ή άλλως, το αποφασιστικό κριτήριο για την κατάταξη ενός κειμένου στο σώμα της δημώδους γραμματείας ήταν, είναι και θα είναι το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί.

Αυτό όμως πάλι δε σημαίνει ότι η δημώδης γλώσσα των κειμένων που μας απασχολούν είναι ενιαία – άλλωστε, όλοι οι μελετητές που ασχολούνται με τα κείμενα αυτά κάνουν λόγο για το συχνά μικτό γλωσσικό χαρακτήρα τους. Τούτο, όμως, δε θα έπρεπε να μας παραξενεύει, αφού σχετίζεται με την ίδια την ιστορία και την εξέλιξη της ελληνικής και των ιδιωμάτων της, για την οποία εξακολουθεί να παραμένει[10] αξεπέραστη και ιδιαίτερα διαφωτιστική η μελέτη του Στ. Καψωμένου Η ελληνική γλώσσα από τα ελληνιστικά ως τα νεώτερα χρόνια.[11] Για να το θέσω με τα λόγια του ίδιου του Καψωμένου:[12] «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ανάμειξη που παρατηρείται, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί γραπτώς η λαϊκή γλώσσα, διεστραμμένων πολλές φορές στοιχείων της γραπτής γλώσσας και άλλων νέων τύπων της προφορικής επικρατεί πλήρης αυθαιρεσία, η οποία μας καθιστά τα έργα αυτά σχεδόν άχρηστα, αν θέλομε να διαπιστώσομε μέσω αυτών την τότε πραγματική κατάσταση της ζωντανής γλώσσας. Από την άλλη μεριά όμως είναι επίσης σωστό ότι μια ανάμειξη παλαιών και νέων τύπων… υπήρχε και στην προφορική χρήση, και είναι πολύ δύσκολο να αποφανθεί κανείς κατηγορηματικά πότε κάθε αρχαίος τύπος που απαντά στα κείμενα αυτά πρέπει να θεωρηθεί νεκρός· μήπως δεν έχουν διατηρήσει και οι διάλεκτοι της νέας γλώσσας μεγάλο αριθμό από αρχαϊκά στοιχεία;».

Αυτό που προσπαθεί, με κάποια επιφύλαξη είναι αλήθεια, να μας πει ο Καψωμένος είναι ότι η αυτή η μικτή γλωσσική μορφή στην οποία μας έχουν παραδοθεί τα δημώδη κείμενα της περιόδου από το 12ο αιώνα κ.ε. μπορεί και να είναι σε μεγάλο βαθμό η αυθεντική. Στο ίδιο συμπέρασμα φαίνονται να καταλήγουν και νεότερες έρευνες, που εξετάζουν πιο συγκεκριμένα ζητήματα.[13] Ας σημειωθεί επίσης εδώ ότι από άλλους μελετητές έχει υποστηριχτεί «ο αναγκαστικά εμπειρικός προσδιορισμός της ένταξης ή όχι ενός κειμένου στον δημώδη ή δημωδέστερο κλάδο της κοινής νεοελληνικής ή ενός ιδιώματος»,[14] που σημαίνει ότι βάσει των δεδομένων που διαθέτουμε αποφασίζουμε, κατ’ ανάγκη και ούτως ή άλλως, λίγο-πολύ εμπειρικά για το τι είναι δημώδες και τι δεν είναι.[15] Παρ’ όλ’ αυτά, καθοριστικές για την ένταξη ενός κειμένου στο σώμα της δημώδους θα πρέπει να θεωρηθούν οι φωνητικές/μορφολογικές/συντακτικές καινοτομίες, που προσδίδουν ένα γενικότερο δημώδη χαρακτήρα, και ως ένα βαθμό και το λεξιλόγιο.[16]

Η θέση του Καψωμένου πάντως μας φέρνει πολύ κοντά στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός μας, δηλαδή στο «πώς εκδίδουμε». Εννοείται και πάλι ότι δε θα κάνω λόγο για τα ιδιαίτερα προβλήματα που έχει το καθένα από τα κείμενα που μας απασχολούν και για τα οποία θα πρέπει να εφαρμόζεται, ανάλογα με την περίπτωση, διαφορετική εκδοτική μέθοδος.[17] Επειδή, όμως, έχω γενικά την αίσθηση ότι οι σύγχρονοι επιμελητές εκδόσεων συχνά παρεμβαίνουν πολύ περισσότερο στα εκδιδόμενα κείμενα απ’ όσο θα έπρεπε, με τη δικαιολογία άλλοτε της «ανικανότητας», γλωσσικής και μετρικής, των δημιουργών, άλλοτε της «αγραμματοσύνης» των γραφέων και άλλοτε, ιδίως στα κρητικά, της πεποίθησης ότι «γνωρίζουν» πώς θα έγραφε κάτι ο ποιητής του 16ου αιώνα, επειδή έτσι θα το έλεγε ο Κρητικός του 20ού, κρίνω απαραίτητο να κάνω ορισμένες επισημάνσεις. Και καταρχήν να θυμίσω τα λόγια του M. Jeffreys:[18] «The only valid methodology is to begin from the assumption that the poets adopted their mixed language and repetitive style because they felt that these were appropriate for what they were writing, and that the copyists too made regular changes in the texts they were reproducing because they felt that this was the right way to do their job. We should seek to understand why these (to us) unexpected features were adopted. Only as the very last resort should we examine the hypothesis of incompetence».

Με ενδιαφέρει, λοιπόν, η «μεθοδολογία» που περιγράφει ο Jeffreys, γιατί τη βλέπω να οδηγεί στη μόνη, κατ’ εμέ, αποδεκτή σήμερα εκδοτική πρακτική· δηλαδή σε ό,τι αφορά τη φωνητική/φωνολογία, τη μορφολογία και τη σύνταξη των κειμένων, η εκδοτική μας αρχή πρέπει να είναι συντηρητική και οι διορθώσεις που επιφέρουμε στα κείμενα όσο το δυνατόν πιο περιορισμένες, καλά τεκμηριωμένες και κυρίως δηλωμένες.[19] Οι σιωπηρές διορθώσεις δεν εξυπηρετούν κανέναν· είναι βέβαια θεμιτές ως ένα βαθμό στο πλαίσιο ενοποίησης της ορθογραφίας του κειμένου με βάση κάποιο σύγχρονο ορθογραφικό σύστημα, αλλά ο βαθμός αυτός σταματάει ακριβώς στο σημείο που αρχίζουμε να διαστρέφουμε τη φωνητική, μορφολογική και συντακτική πραγματι­κό­τητα του κειμένου που έφτασε στα χέρια μας. Έτσι, σιωπηρά μπορεί να διορθώσει κανείς τα λάθη που οφείλονται στον ιωτακισμό, κλπ., και που συχνά πυκνά απαντούν σε χειρόγραφα και εκδόσεις (δηλώνοντας βέβαια τη γενική αυτή αρχή στην εισαγωγή της έκδοσής του), αλλά δεν μπορεί να διορθώσει σιωπηρά και να ενοποιήσει τη χρονική αύξηση του αορίστου λ.χ. (μετατρέποντας τα η- σε ε-) ή όλους τους διαφορετικούς τύπους μιας λέξης, με βάση το ποιος είναι σήμερα κοινόχρηστος, κ.ο.κ. Νομίζω ότι η εικόνα που σχηματίζουμε διαβάζοντας τα κείμενα της περιόδου που μας απασχολεί οδηγεί σε ένα και μόνο γενικό συμπέρασμα: η γενική και καθολική φωνητική, μορφολογική και συντακτική ομοιομορφία δεν υπάρχει παρά μόνο στο μυαλό κάποιων εκδοτών. Τα κείμενα μας έχουν παραδοθεί με μια εξαιρετικά μεγάλη πολυμορφία/πολυτυπία, την οποία οφείλουμε αν μη τι άλλο να καταγράψουμε.

Έτσι, όταν στο ίδιο κείμενο μία λέξη εμφανίζει δύο τύπους, που και ο ένας και ο άλλος είναι μαρτυρημένοι σε κείμενα παλαιότερα ή σύγχρονα του κειμένου που εκδίδουμε ή που απαντούν σήμερα σε διαλέκτους, ιδιώματα ή στην κοινή νεοελληνική (ιδιαίτερα αν απαντούν στη σημερινή μορφή της διαλέκτου στην οποία είναι γραμμένο το κείμενο, εφόσον πρόκειται για κείμενο διαλεκτικό), ή/και μπορούν να δικαιολογηθούν ετυμολογικά ή/και φωνητικά/μορφολογικά/συντακτικά, τότε σε καμία περίπτωση δεν ακολουθούμε την τακτική που ακολούθησαν λ.χ. οι Αλεξίου-Αποσκίτη στην έκδοση του Κρητικού Πολέμου του Μπουνιαλή,[20] όπου «ενοποίησαν» (που θα πει: εξάλειψαν) τύπους γνωστούς και μαρτυρημένους από άλλα κείμενα ή τύπους που θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με κάποιον από τους τρόπους που περιέγραψα παραπάνω. Εξαλείφοντας ή παραλλάσσοντας τύπους, λέξεις, συντάξεις, κλπ. μεταβάλλουμε την εικόνα του κειμένου που εκδίδουμε, μειώνοντας έτσι σημαντικά την αξιοπιστία του εκδοτικού μας εγχειρήματος, αφού παραγνωρίζουμε μια βασική αρχή που ισχύει για την ελληνική γλώσσα τουλάχιστον από τα χρόνια της Κοινής μέχρι και σήμερα, την αρχή δηλαδή της πολυτυπίας. Η προώθηση της έρευνας επιβάλλει, πιστεύω, λιγότερη «ερμηνεία» και περισσότερο «σεβασμό» στη γλωσσική πραγματικότητα των κειμένων.[21]

Με την παρατήρηση αυτή οδηγούμαι αναπόφευκτα στο τρίτο σκέλος του ερωτήματός μου, δηλαδή στο «για ποιον εκδίδουμε», επειδή αυτό επηρεάζει ως ένα –μεγάλο– βαθμό και το πώς. Ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο αποδοκίμασα προηγουμένως την εκδοτική πρακτική των Αλεξίου-Αποσκίτη στον Κρητικό Πόλεμο είναι γιατί παραπλανεί τον ειδικό μελετητή. Και είναι, νομίζω, γενικά παραδεκτό το γεγονός ότι πολλά από τα κείμενα της περιόδου που μας ενδιαφέρει φαίνονται να αφορούν, σήμερα τουλάχιστον, μόνο ή έστω κυρίως ένα ειδικό επιστημονικό κοινό – φιλολόγους, γλωσσολόγους, ιστορικούς της γλώσσας, ιστορικούς, κλπ. Όμως, θα ήμασταν γελασμένοι αν πιστεύαμε πως η πρόσληψη όλων των κειμένων της περιόδου εξαντλείται μόνο σε αυτούς. Και, για να αναφέρω μερικά παραδείγματα, νομίζω ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε από τους πιθανούς αναγνώστες αυτών των κειμένων το φιλομαθή ή και περίεργο μαθητή, που θα του κεντρίσει το ενδιαφέρον ένα απόσπασμα της Ερωφίλης ή του Ερωτόκριτου από το σχολικό εγχειρίδιο των νέων ελληνικών, ή τον ανήσυχο φοιτητή, που δε θα αρκεστεί σ’ αυτά που του παρέχει το πανεπιστημιακό μάθημα, ή τον εκπαιδευτικό, που δε θα περιοριστεί στους «τυφλοσύρτες» των σχολικών και παρασχολικών βοηθημάτων, ή τον ερασιτέχνη «ιστοριοδίφη», που θα θελήσει απλώς να γνωρίσει καλύτερα το παρελθόν μέσα από τα κείμενα, ή κι αυτόν ακόμη τον ιδανικό, βιβλιόφιλο, καλλιεργημένο και επαρκή αναγνώστη, που δε θα ενδιαφέρεται απλώς, αλλά θα είναι σε θέση και να καταλαβαίνει, να αποτιμά και να εκτιμά. Και βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι η πρόσληψη των κειμένων αυτών δεν τελειώνει με μας και την εποχή μας, που θα πει ότι μας ενδιαφέρει και ο μελλοντικός αναγνώστης.

Όλο αυτό το ευρύτερο και μη εξειδικευμένο κοινό έχει τις δικές του «χρηστικές» ανάγκες και τις δικές του προσδοκίες/αιτήματα από τα κείμενα αυτά και τις εκδόσεις τους και εμείς οφείλουμε να τις λαμβάνουμε υπόψη και να τις ικανοποιούμε στο μέτρο του δυνατού. Έτσι, λοιπόν, χοντρικά θα έλεγα ότι απευθυνόμαστε, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, σε δύο ειδών αναγνώστες, έναν εξειδικευμένο και απαιτητικό, που θα χρησιμοποιήσει την έκδοσή μας ουσιαστικά για να κάνει τη δουλειά του, και έναν μη εξειδικευμένο και διαφορετικά απαιτητικό, του οποίου τις ανάγκες πρέπει επίσης να σεβαστούμε, χωρίς να τον φορτώσουμε ή, χειρότερα, να τον απωθήσουμε με τις δικές μας επιστημονικές «διαστροφές». Αναμφίβολα, γι’ αυτούς τους δύο αναγνώστες προετοιμάζουμε δύο διαφορετικών ειδών εκδόσεις: για τον πρώτο μια φιλολογική/κριτική έκδοση,[22] για το δεύτερο μια χρηστική[23] - και εδώ βέβαια πρέπει να αναφερθεί και να επαινεθεί ο Στ. Αλεξίου που με τις εκδόσεις του Ερωτόκριτου και του Διγενή άνοιξε το δρόμο για τη διττή αυτή εκδοτική πρακτική σε ό,τι αφορά τα σύγχρονα ελληνικά εκδοτικά πράγματα.

Εκτός από τις δύο αυτές δυνατότητες –των φιλολογικών/κριτικών και των χρηστικών εκδόσεων– υπάρχουν βέβαια και άλλες· εδώ και αρκετά χρόνια πάντως ο Κεχαγιόγλου έχει δείξει ότι οι τυπογραφικές μεταγραφές με αμιγή «διπλωματική» μέθοδο «είναι η λύση με τη μικρότερη ωφέλεια και τη χαμηλότερη βαθμίδα προτεραιότητας»,[24] αλλά και ότι στις κατά τα άλλα χρησιμότατες (για διδακτικούς κυρίως και «πραγματολογικούς» σκοπούς)[25] φωτοτυπικές/α­να­στατικές εκδόσεις δεν πρέπει να δίνεται προτεραιότητα, γιατί κάτι τέτοιο «θα στομώνει την ανάγκη για χρηστικές, φιλολογικές ή κριτικές, εκδόσεις και θα αναστέλλει τον καταρτισμό τους».[26] Στο ίδιο άρθρο,[27] ο μελετητής υποστήριξε ότι: «Η υιοθέτηση των κανόνων της πιο πρόσφατης παραλλαγής της “σχολικής” νεοελληνικής γραμματικής και της σημερινής κοινόχρηστης μορφής του μονοτονικού συστήματος παρουσιάζει, βέβαια, το μειονέκτημα να μην έχει δοκιμαστεί, ακόμη, στην πράξη, σε πολλές εκδόσεις παλαιότερων κειμένων, και να συναντά εδώ και μερικά χρόνια, έντονη (αλλά όχι πάντοτε επιστημονικά τεκμηριωμένη, ψύχραιμη, ή ιδεολογικά αδιάβροχη) αντίδραση. Φαίνεται, ωστόσο, να αποτελεί λύση που μπορεί να εγγυηθεί την απάλειψη ορθογραφικών δυσκολιών, το ξεπέρασμα εκδοτικών διλημμάτων και την ακώλυτη προσπέλαση των κειμένων από πολύ ευρύτερο κύκλο σημερινών και, προπαντός, μελλοντικών αναγνωστών...».

Από τότε, βέβαια, το σύστημα δοκιμάστηκε σε αρκετές εκδόσεις δημωδών κειμένων της περιόδου που μας ενδιαφέρει·[28] εκτός από την έκδοση δέκα Προσκυνηταρίων των Αγίων Τόπων[29] από το Σ. Ν. Καδά που είχε ήδη πραγματοποιηθεί το 1986, το 1993 ο Γ. Μ. Παράσογλου εξέδωσε τις δημώδεις ελληνικές διασκευές των Μύθων του Αισώπου του Ανδρόνικου Νούκιου και του Γεώργιου Αιτωλού,[30] το 1993 και το 1995 ο Γ. Π. Σαββίδης εξέδωσε έργα/κεφάλαια έργων του Καισάριου Δαπόντε[31] και είχε έτοιμη, πριν πεθάνει, νέα έκδοση του Ερωτόκριτου σε μονοτονικό,[32] το 1997 ο Γ. Κεχαγιόγλου εξέδωσε τη Διήγηση Κρονίκας Κύπρου του Βουστρώνιου,[33] το 1999 και το 2001 ο ίδιος μελετητής εξέδωσε αποσπάσματα από διάφορα πεζά κείμενα της περιόδου από το 15ο αιώνα έως το 1830,[34] ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσει, όπως αναγγέλθηκε στο συνέδριο της Οξφόρδης, η νέα έκδοση της Πανώριας[35] από τον Ε. Κριαρά με τη φροντίδα της Κ. Πηδώνια και φυσικά θα ακολουθήσουν και άλλες[36] (εννοείται βέβαια ότι από το 1977 κ.ε., το Λεξικό του Ε. Κριαρά[37] εξακολουθεί να εκδίδει τα παραθέματά του με το μονοτονικό και με ορθογραφική ενοποίηση με βάση τους κανόνες της σύγχρονης δημοτικής).

Γεγονός πάντως είναι ότι, με την εξαίρεση των παραπάνω, η εκδοτική πρακτική που εξακολουθούν να εφαρμόζουν πολλοί εκδότες, Έλληνες και μη, στα κείμενα αυτά παραμένει η χρήση κάποιας μορφής του «ιστορικού» τονισμού και η συμμόρφωση προς τη γραμματική είτε της αρχαίας ελληνικής είτε της δημοτικής πριν από την εισαγωγή του μονοτονικού.[38] Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις «εξαιρέσεις» αυτές δε συναντάμε κανέναν από τους άξιους ξένους εκδότες που ασχολούνται με τα κείμενα της περιόδου[39] (αναφέρω, ενδεικτικά και αλφαβητικά, μόνο κάποιους: W. Bakker,[40] H. Eideneier,[41] E. Jeffreys,[42] A. van Gemert[43])· και αυτό κάπως πρέπει να εξηγείται, όπως τουλάχιστον πιστεύω και θα υποστηρίξω παρακάτω. Πριν, όμως, περάσω στους λόγους για τους οποίους θεωρώ όχι μόνο θεμιτή, αλλά και επιστημονικά ορθότερη την έκδοση των κειμένων της δημώδους γραμματείας στο μονοτονικό και με τη σύγχρονη ορθογραφία, συνοψίζω τις θέσεις μου: όταν λέω «δημώδη» γραμματεία εννοώ όλα τα κείμενα από το 12ο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα που είναι γραμμένα σε «λαϊκή» ή «λαϊκότερη» γλώσσα. Οι εκδόσεις των κειμένων αυτών απευθύνονται βέβαια στο σύγχρονο αλλά και το μελλοντικό αναγνωστικό κοινό, ειδικό και μη, και οφείλουν να μην αλλοιώνουν τη γλωσσική (φωνητική/μορφολογική/συντακτική) πραγματικότητα των κειμένων.

Γιατί σε μονοτονικό και με σύγχρονη ορθογραφία/στίξη

Και τώρα ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω από τα αυτονόητα. Εφόσον εκδίδουμε για το σύγχρονο (και το μελλοντικό) αναγνώστη, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι αυτός γράφει και διαβάζει ακολουθώντας ορισμένες συμβάσεις και, συγκεκριμένα, το μονοτονικό σύστημα και τους ορθογραφικούς κανόνες που διδάχτηκε στο σχολείο από τη νεότερη μορφή της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη.[44] Αυτό από μόνο του βέβαια δεν είναι επιχείρημα, αφού δε σημαίνει ότι για χάρη του σύγχρονου αναγνώστη και των συνηθειών του θα έπρεπε να εκδώσουμε μονοτονικά και με τη σύγχρονη ορθογραφία τα ομηρικά έπη ή τις τραγωδίες του Σοφοκλή λ.χ., παρόλο που –και αυτό ίσως αξίζει να το προσέξουμε– σχεδόν όλες οι εφημερίδες και τα περισσότερα περιοδικά στην Ελλάδα, όποτε χρησιμοποιούν αρχαιοελληνικά παραθέματα, τα προσαρμόζουν στο μονοτονικό. Αυτή, όμως, είναι μια αυθαίρετη τακτική που την επιβάλλουν διάφοροι λόγοι, πρακτικοί κυρίως,[45] αλλά παραμένει πάντως μια αυθαίρετη τακτική. Και αυτό, όχι βέβαια γιατί έγραψαν ποτέ οι αρχαίοι μας πρόγονοι με τόνους και με πνεύματα,[46] αλλά γιατί πιστεύουμε, ακολουθώντας τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς που τα εφεύραν, ότι με τον τρόπο αυτό αποδίδουμε καλύτερα τη ρυθμική αρμονία του αρχαιοελληνικού προσωδιακού λόγου.[47] Όμως εμάς εδώ δε μας ενδιαφέρει ο αρχαιοελληνικός προσωδιακός λόγος, αλλά τα δημώδη κείμενα από το 12ο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.

Και εδώ δεν μπορώ παρά να υπενθυμίσω σε όλους αυτούς που κάνουν λόγο για την «αλήθεια» των κειμένων και για τη γλωσσική τους «πραγματικότητα» ένα και μόνο: όταν μιλάμε για κείμενα του 19ου ή του 12ου ή ακόμη του 5ου ή του 3ου ή του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι η μόνη πραγματικότητα που ισχύει για την ελληνική γλώσσα είναι ο δυναμικός τονισμός, τον οποίο ακριβώς προσπαθεί να αποδώσει το μονοτονικό σύστημα.[48] Κι αυτό είναι κάτι που οι «πολυτονιστές» συνήθως το ξεχνάνε ή έστω δεν το θυμούνται αρκετά. Αν, όμως, θέλει κανείς πραγματικά να αποδώσει τη γλωσσική (τονική) πραγματικότητα των δημωδών κειμένων της περιόδου 12ος-19ος αιώνας, για να περιοριστώ μόνο στο θέμα μας,[49] τότε οφείλει να χρησιμοποιήσει το μονοτονικό.

Όταν το υπενθυμίζει κανείς αυτό στους «πολυτονιστές», επειδή ακριβώς αποτελεί επιστημονική αλήθεια αναντίρρητη, για την οποία ασφαλώς δεν μπορούν να επιχειρηματολογήσουν, συνήθως επιχειρούν μια τακτική αναδίπλωσης· έτσι, συνήθως αντιπαραθέτουν τα ακόλουθα επιχειρήματα:[50] α) όταν ζητάνε σεβασμό στην «αλήθεια» των κειμένων και την «παράδοση», δεν αναφέρονται στη γλωσσική πραγματικότητα για την οποία πράγματι ίσχυε ο δυναμικός τονισμός, αλλά στην «πραγματικότητα» των κειμένων, όπως αυτή μας παραδόθηκε μέσα από τα χειρόγραφα και τις έντυπες εκδόσεις τους· β) με βάση αυτή την «πραγματικότητα» υποστηρίζουν ότι η εισαγωγή του μονοτονικού στα κείμενα αυτά αποτελεί προβολή νεότερων ρυθμίσεων, και μάλιστα ρυθμίσεων που επιβλήθηκαν με νόμο και που φυσικά οι συγγραφείς παλαιότερων περιόδων δεν τις είχαν υπόψη τους.

Θα ξεκινήσω από το πρώτο. Όποιος έχει δει ποτέ βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα (ή ακόμη και βενετσιάνικα έντυπα) δημωδών –και όχι μόνο– κειμένων δεν μπορεί παρά να έχει παρατηρήσει τον τονικό και ορθογραφικό «σάλο»[51] που επικρατεί σε αυτά. Θα περιοριστώ σε λίγες εύγλωττες παρατηρήσεις άλλων·[52] έτσι, ο Γ. Θ. Ζώρας γράφει για το βαρβερινό κώδικα 111 της Βατικανής που σώζει το Χρονικό των Τούρκων σουλτάνων:[53] «ουδεμία ίσως λέξις του μακρού τούτου κειμένου έχει γραφεί ορθώς» ή «ο γραφεύς κατά κανόνα δεν επαναλαμβάνει συνεχόμενα φωνήεντα ή σύμφωνα» ή «ο χωρισμός των λέξεων είναι ουχί σπανίως ασαφής και ακαθόριστος, ο δέ γραφεύς ενώνει τα άρθρα, τας κτητικάς αντωνυμίας και τα εγκλιτικάς λέξεις με τα ουσιαστικά ή τα ρήματα, εις τα οποία αναφέρονται» ή «σύνηθες είναι το φαινόμενο του πολυτονισμού εις τας πολυσυλλάβους λέξεις» ή –το συνηθέστερο και σημαντικότερο για το θέμα μας– «ο γραφεύς παραμελεί πάντα κανόνα αφορώντα εις την ορθήν τοποθέτησιν των τόνων και των πνευμάτων. Ούτω πολλαί λέξεις, ιδία τα άρθρα και αι αντωνυμίαι, είναι άτονοι, ενώ άλλαι τονίζονται διά δύο, τριών και περισσοτέρων τόνων, ουχί σπανίως πάντων εσφαλμένων». Οι Αλεξίου-Αποσκίτη στην εισαγωγή της έκδοσής τους του Κρητικού Πολέμου του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή παρατηρούν για τη βενετική έκδοση του 1681:[54] «συχνότατη είναι στην έκδοση αυτή η σύγχυση των αι, ε και των ι, η, ει, οι, υ» ή «τα τερατώδη ορθογραφικά λάθη, οι εσφαλμένοι χωρισμοί λέξεων, οι παρατονισμοί και οι κωμικές παρανοήσεις...».[55] Τέλος, ο Κεχαγιόγλου στην έκδοση της Διήγησης Κρονίκας Κύπρου του Βουστρώνιου, περιγράφοντας σε 40 περίπου σελίδες τα γραφικά χαρακτηριστικά των κλάδων της παράδοσης του κειμένου,[56] μας δίνει μία αναλυτική εικόνα των χαρακτηριστικών αυτών, που βέβαια δεν μπορώ να αναπαραγάγω εδώ. Περιορίζομαι σε λίγες παρατηρήσεις που αφορούν «γενικότερες γραφικές ιδιομορφίες που απαντούν στα χφφ (και, κάποτε, και στα έντυπα) της υστερομεσαιωνικής και πρώιμης νεοελληνικής δημώδους γραμματείας» αντλημένες από το χειρόγραφο α:[57] «αυθαίρετη, συχνά, στίξη (αποκλειστικά με τελεία στιγμή)», «ενιαία απόδοση των φωνητικών αξιών ts, tš, tz, tž με τζ/ντζ», «πολλές συντομογραφήσεις ή συντμήσεις καταλήξεων σε αρκετές λέξεις (που κάποτε επιτρέπουν περισσότερες από μία δυνατότητες ανάπτυξης της τελευταίας συλλαβής, ιδίως σε ό,τι αφορά το τελικό -ν)», «“περιττή” (“φωνητική”) σημείωση συμφωνικών φωνημάτων (του -γ- της συνίζησης, ή των -ν-, -μ/μ- πριν από διχειλικά, οδοντικά, ουρανικά και υπερωικά σύμφωνα), ή και του “φωνήεντος” ι, και ίσως, κάποτε και του ε, κ.ά. (ύστερα από ζ-, σ-, χ-, για τη δήλωση των “παχύτερων” ήχων š, ž)». Τέλος, ειδικά για τους τόνους και πάλι μιλώντας για «γενικότερα γνωρίσματα πολλών χφφ της εποχής» σημειώνει: «σποραδική απουσία τόνου, σύγχυση οξείας, βαρείας και περισπωμένης, σημείωση πνευμάτων αντί για τόνους, παρατονισμοί ή σύγχυση, ασάφεια και παρατοποθέτηση τόνων και πνευμάτων, π.χ. στις διφθόγγους, σε αρχικά φωνήεντα, πάνω σε σύμφωνα, στο διάστημα μεταξύ των γραμμάτων, ή και ύστερα από το τέλος συλλαβών ή λέξεων...».

Εδώ δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς: αυτή την «πραγματικότητα» μας ζητάνε να σεβόμαστε και να αναπαράγουμε στις εκδόσεις μας; Όχι βέβαια. Γιατί και οι «πολυτονιστές» ενοποιούν/ρυθμίζουν τους τόνους και την ορθογραφία, απλώς βάσει άλλου συστήματος. Το όλο επιχείρημα του σεβασμού της «παράδοσης» των κειμένων, λοιπόν, μου φαίνεται ότι δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για να υποστηριχθεί το δεύτερο «επιχείρημα», ότι δηλαδή το μονοτονικό αποτελεί νεότερη ρύθμιση που επιβλήθηκε μάλιστα με νόμο και που φυσικά οι συγγραφείς παλαιότερων περιόδων δεν είχαν υπόψη τους. Όσον αφορά το τελευταίο, το ότι δεν το είχαν υπόψη τους, αυτό θα μπορούσε να είναι κάλλιστα επιχείρημα υπέρ του μονοτονικού: αν τα ζητήματα τονισμού είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα[58] και αν οι συγγραφείς είχαν υπόψη τους ένα ορθολογικό σύστημα που θα απέδιδε τη γλωσσική πραγματικότητα στη γραφή όπως το σημερινό μονοτονικό, τότε ίσως δε θα παρατηρούνταν ο τονικός σάλος που βλέπουμε στα χειρόγραφα. Όπως και να ’χει πάντως, όταν τα κείμενα μας έχουν παραδοθεί σε τέτοια τονική αλλά και ορθογραφική κατάσταση, είναι βέβαιο ότι χρειάζεται να εφαρμόσουμε σε αυτά κάποια συμβατική ρύθμιση, προκειμένου να τα εκδώσουμε και να γίνουν κατανοητά από τους αναγνώστες. Και αν θέλουμε να σεβαστούμε και τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής στην οποία γράφτηκαν και το σύγχρονο αναγνώστη, τότε αυτή η ρύθμιση δεν μπορεί να είναι άλλη από το μονοτονικό και τις σημερινές ορθογραφικές συμβάσεις. Όσο για το ότι το μονοτονικό επιβλήθηκε «με νόμο», πρόκειται απλώς για αθλιότητα: η ελληνική πολιτεία με τις αποφάσεις της το 1976 (αναγνώριση της δημοτικής) και το 1982 (καθιέρωση μονοτονικού) ήρθε μόνο να επικυρώσει, και μάλιστα με καθυστέρηση... αιώνων, αυτό που ο λαός είχε αποδεχτεί προ πολλού ως γλωσσική πραγματικότητα, και όχι βέβαια να επιβάλει την άποψη ενός κόμματος ή μιας μειοψηφίας – γιατί ακούγεται και αυτό. Χρειάζεται μήπως να υπενθυμίσω εδώ ότι «η νέα Ελληνική διαμέσου της μεσαιωνικής Ελληνικής ανάγεται στην Κοινή των ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων, πάει να πει ότι τα κύρια χαρακτηριστικά που την διαστέλλουν από την αρχαία Ελληνική έχουν διαμορφωθεί εκείνη την εποχή»; [59]

Αν, βέβαια, για το δυναμικό τονισμό και το μονοτονικό, που τον αποδίδει στη γραφή, τα πράγματα είναι σχετικά απλά, αφού είναι η μόνη επιστημονική αλήθεια που μπορεί να αποδεχτεί κανείς για τη γλωσσική πραγματικότητα των κειμένων της εποχής, στην ενοποίηση της ορθογραφίας προκύπτουν περισσότερα προβλήματα, κυρίως γιατί στα κείμενα εξακολουθούν να υπάρχουν αρχαϊσμοί και γλωσσική «μίξη», αλλά και διαλεκτικά και μεσαιωνικά στοιχεία της γλώσσας με τα οποία δεν ασχολείται ούτε τα ρυθμίζει η σύγχρονη γραμματική.[60] Πάντως και αυτά μπορούν και πρέπει να ρυθμιστούν, αναγκαστικά συμβατικά και ανάλογα με το κείμενο. Το περίεργο εδώ είναι ότι οι «συντηρητικοί»/«πολυτονιστές» εκδότες φαίνονται διατεθειμένοι να αποδεχτούν ευκολότερα τις συμβατικές ορθογραφικές ρυθμίσεις με βάση τη σύγχρονη δημοτική παρά τα «αυταπόδεικτα», το μονοτονικό δηλαδή. Και μάλιστα χωρίς ποτέ να μπαίνουν στον κόπο να επιχειρηματολογήσουν εναντίον του.[61] Δημιουργούν, λοιπόν, την εντύπωση ότι έχουν κηρύξει έναν «ιερό πόλεμο» κατά του μονοτονικού, χωρίς ουσιαστικά, επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά σχεδόν με «θρησκευτικό» φανατισμό. Δε νομίζω ότι μια τέτοια αντιμετώπιση των πραγμάτων μπορεί σήμερα να γίνει αποδεκτή.

Συχνά, βέβαια, εκείνο που επικαλούνται οι «πολυτονιστές» εκδότες για να δικαιολογήσουν την επιλογή του τονικού και ορθογραφικού (εξ)αρχαϊσμού των κειμένων που εκδίδουν είναι η αμάθεια, απαιδευσιά και ανικανότητα των γραφέων/συγγραφέων της περιόδου και, φυσικά, η έλλειψη αυτόγραφων χειρογράφων, που θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν την πραγματική «βούληση» και την «εγγραμματοσύνη» των συγγραφέων. Όσον αφορά το πρώτο, είδαμε παραπάνω την άποψη του Jeffreys· επιτέλους, θα πρέπει να παραδεχτούμε την πραγματικότητα των κειμένων και να προσπαθήσουμε να την καταγράψουμε όσο γίνεται πιστότερα, για να μπορέσουμε κάποια στιγμή επιστημονικά να την κατανοήσουμε. Δεν μπορούμε να τα αποδίδουμε όλα στην αγραμματοσύνη και στην ανικανότητα των γραφέων ή των συγγραφέων[62] – άλλωστε πολλοί από αυτούς δεν ήταν καθόλου «αγράμματοι» για την εποχή τους.[63] Κι είναι πια καιρός να πάψουμε να αποδίδουμε ό,τι δε βολεύει τις δικές μας προκαταλήψεις και προσχηματισμένες ιδέες στην «απαιδευσιά» και την «ανικανότητα» – που, αν τις αποδεχτούμε, θα πρέπει συνολικά να καταδικάσουμε μια ολόκληρη εποχή και τα δημιουργήματά της.

Άφησα για το τέλος την έλλειψη αυτογράφων. Πράγματι, τα αυτόγραφα χειρόγραφα των κειμένων της περιόδου που εξετάζουμε σπανίζουν. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν καθόλου. Ακόμη και αν περιοριστούμε στα στενά όρια 1100-1669,[64] θα βρούμε τουλάχιστον τρία εκτενή αυτόγραφα έργα:[65] το Φορτουνάτο του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου,[66] το Χρονικό των Σερρών ή Αναμνήσεις και συμβουλές[67] του παπα-Συναδινού και το Βιβλίον ονομαζόμενον Πάλη, ήγουν μάχη των Τουρκών μετά του ευσεβεστάτου και εκλαμπροτάτου μεγάλου αυθεντός και πριντσίπου της λαμπροτάτης Βενετίας του Ιωακείμ Κύπριου.[68] Και τα τρία έργα είναι του 17ου αιώνα.[69] Σε ό,τι αφορά τα αυτόγραφα του Ιωακείμ –που το γνωρίζω καλά, γιατί ετοιμάζω την έκδοσή του– και του παπα-Συναδινού –απ’ όσο μπορώ να κρίνω από την έκδοση που έχω στα χέρια μου–,[70] ισχύουν τα γραφικά χαρακτηριστικά που είδαμε παραπάνω να απαντούν λίγο-πολύ σε όλα σχεδόν τα χειρόγραφα της περιόδου που μας ενδιαφέρει. Και, βέβαια, παρόλο που και οι δύο συγγραφείς, από χριστιανική ταπεινοφροσύνη ή και επαναλαμβάνοντας κοινούς τόπους της εποχής, κάνουν λόγο για την «αμάθειά» τους, φαίνεται πως δεν ήταν και τόσο αμαθείς όσο λένε.[71] Σε ό,τι αφορά το Φόσκολο, για τον οποίο χάρη στις έρευνες του Vincent[72] μπορούμε να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα, σίγουρα γνωρίζουμε ότι όχι απλώς δεν ήταν αγράμματος, αλλά είχε λάβει αρκετά καλή εκπαίδευση, ανάλογη της κοινωνικής του θέσης.[73] Και βέβαια το πιο σημαντικό: το αυτόγραφο του Φόσκολου είναι γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες, συνήθεια απ’ ό,τι φαίνεται αρκετά διαδεδομένη στην Κρήτη και τα Επτάνησα το 17ο-18ο αιώνα.[74] Όταν, λοιπόν, συνειδητοποιεί κανείς ότι ένας διόλου αγράμματος συγγραφέας έγραψε το έργο του –αλλά και αντέγραψε ένα έργο τόσο σημαντικό όπως η Ερωφίλη– χρησιμοποιώντας τη λατινική γραφή, που θα πει παρακάμπτοντας το όλο, ιδεολογικό για μας, πρόβλημα της «ορθογραφίας» της ελληνικής και της «πιστής» απόδοσης της «παράδοσης», τότε ίσως μόνο μπορεί να αντιληφθεί πόσο ανώφελο είναι να σπαταλάει χρόνο, χρήμα και ενέργεια για να αποφασίσει αν θα γράψει “γλώσσα” με περισπωμένη (κατά την αρχαία) ή με οξεία (κατά την απλουστευμένη «πολυτονική» εκδοχή της δημοτικής) ή αν θα ορθογραφήσει την υποτακτική των ρημάτων με -η και υπογεγραμμένη (κατά την αρχαία) ή με απλό -η (κατά την παλιά, αλλά απλουστευμένη γραμματική) ή με -ει (κατά τη νεότερη εκδοχή της δημοτικής).[75]

Το ότι έχουμε ένα αυτόγραφο έργο γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες, δε σημαίνει ότι θα έπρεπε να υιοθετήσουμε το λατινικό αλφάβητο για τη γραφή της ελληνικής – σπεύδω να το διευκρινίσω, γιατί κι αυτή η κατηγορία ακούγεται συχνά για τους υποστηρικτές του μονοτονικού, ότι τάχα θέλουν να αφελληνίσουν τη γλώσσα μας και να μας υποτάξουν στη «δυναστεία» του λατινικού αλφαβήτου. Η ελληνική, για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ, γράφεται και θα γράφεται με μια μορφή της «ιστορικής» ορθογραφίας της, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Λίγο-πολύ, ό,τι μπορούσε να απλοποιηθεί ή να «διορθωθεί», απλοποιήθηκε και «διορθώθηκε» με τις ρυθμίσεις που περιγράφονται στη σύγχρονη «σχολική» γραμματική της δημοτικής –ή, κατ’ άλλους,[76] γραμματική της σύγχρονης ελληνικής– και με την καθιέρωση του μονοτονικού. Η χρήση, όμως, τέτοιων επιχειρημάτων από ορισμένους φανερώνει βαθιά σύγχυση και επιπλέον δείχνει ότι δυστυχώς κάποιοι δυσκολεύονται ακόμη και σήμερα να αποδεχτούν την οριστική λύση του γλωσσικού μας ζητήματος, επικαλούμενοι προβλήματα «πιστής» απόδοσης της «παράδοσης», που αυτοί, βέβαια, την αντιλαμβάνονται ως ορθογραφική -και όχι μόνο- «καθαρότητα».

Παρόλο που οι αυτόγραφοι μάρτυρες που εξετάσαμε παραπάνω χρονολογούνται μόλις στο 17ο αιώνα -αφήνοντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος της δημώδους γραμματείας εκτεθειμένο σε διάφορες «καθαρολογικές» ορθογραφήσεις και διορθωτικές επεμβάσεις-, δεν είναι πάντως χωρίς σημασία: αν εξαιρέσει κανείς το Φορτουνάτο, θα διαπιστώσει ότι τα αυτόγραφα αυτά εμφανίζουν τα ίδια γραφικά χαρακτηριστικά που απαντούν λίγο-πολύ σε όλα τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα (και ως ένα βαθμό και στα βενετσιάνικα έντυπα) δημωδών κειμένων (αυτόγραφων και μη). Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί καθιστά πολύ πιθανή την υπόθεση ότι και άλλα αυτόγραφα χειρόγραφα να είχαμε στα χέρια μας ο ίδιος ορθογραφικός και τονικός σάλος θα απαντούσε και σ’ αυτά, όπως απαντά και σε όλα τα υπόλοιπα, ενώ σοβαρές ενδείξεις για το αντίθετο δεν υπάρχουν.

Άρα, λοιπόν, συνοψίζοντας: η παραπάνω ανάλυση έδειξε ότι δεν υπάρχει κανένας σοβαρός επιστημονικός λόγος που να επιβάλλει τη χρήση του «ιστορικού» τονισμού και την ενοποίηση της ορθογραφίας με κάποιο «συντηρητικό»/(εξ)αρχαϊστικό ορθογραφικό σύστημα. Αντίθετα, η χρήση του μονοτονικού και η ενοποίηση της ορθογραφίας με βάση τη σύγχρονη δημοτική στις εκδόσεις των «δημωδών» ή «δημωδέστερων» κειμένων της περιόδου από το 12ο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα αποδεικνύονται επιστημονικά δικαιολογημένες και εκδοτικά επωφελείς, αφού σέβονται τόσο τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής στην οποία γράφτηκαν τα κείμενα, όσο και το σύγχρονο αναγνώστη στον οποίο απευθύνονται οι εκδόσεις των κειμένων αυτών, ενώ παράλληλα μπορούν να εγγυηθούν την απάλειψη εκδοτικών/ορθογραφικών διλημμάτων και να απλουστεύσουν την εκδοτική διαδικασία. Ποια είναι, λοιπόν, η ανάγκη που υπαγορεύει σε κάποιους σημερινούς εκδότες να τα αρνούνται όλα αυτά και να επιμένουν στη χρήση του πολυτονικού;

Φοβάμαι ότι είναι κατά βάση μία και ακούει στο όνομα «συνήθεια». Είναι άλλωστε ανθρώπινο. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι, επειδή κάποιοι δε θέλουν ή δεν μπορούν να αποβάλουν τη συνήθειά τους, θα πρέπει να μας την επιβάλλουν και ως επιστημονικά αποδεκτή άποψη και δη ως την επιστημονικά ορθότερη. Και το γεγονός ότι δε φαίνεται να υπάρχει κανένα επιστημονικό επιχείρημα που να στηρίζει -και πολύ περισσότερο να επιβάλλει- τις θέσεις τους είναι μάλλον σοβαρό για να παρακάμπτεται απλώς με το πρόσχημα της «εκδοτικής αδείας». Μ’ αυτό δε θέλω να πω ότι θεωρώ την έκδοση ενός δημώδους κειμένου σε πολυτονικό «έγκλημα καθοσιώσεως». Θα περίμενα, όμως, όσοι εκδότες επιμένουν να ακολουθούν αυτές τις συμβάσεις και ακόμη περισσότερο όσοι πιστεύουν ότι αυτές είναι οι επιστημονικά ορθότερες, να δώσουν επιτέλους καθαρά και επιστημονικά και τα επιχειρήματά τους. Αλλιώς, ας γράφουν στις εισαγωγές των εκδόσεών τους ότι εκδίδουν πολυτονικά γιατί έτσι έχουν συνηθίσει και έτσι τους αρέσει. Όπως άλλωστε συνηθίζει να λέει ο Κριαράς, πάντα σε κάποιους αρέσει να μένουν τελευταίοι.

Για τους εκδότες του εξωτερικού, εκτός από τη συνήθεια, που μάλλον αποκτήθηκε με διπλό κόπο από ό,τι για τους Έλληνες, ίσως να είναι και ευκολότερο να βρουν εκδοτικούς οίκους πρόθυμους να εκδώσουν τα κείμενά τους, αν είναι ενδεδυμένα με το μανδύα της αρχαίας ελληνικής, με δεδομένο το θαυμασμό του δυτικού κόσμου για την ελληνική αρχαιότητα και την απαξίωσή του για τους σύγχρονους Έλληνες· παρεμπιπτόντως, τέτοιου είδους λόγοι, κατά το μάλλον ή ήττον «προγονοπληκτικοί», μπορεί να ισχύουν και για κάποιους Έλληνες εκδότες. Για άλλους πάλι, Έλληνες και μη, μπορεί να ισχύει και αυτό που κάπου είπε με περισσή ειλικρίνεια ο Eideneier:[77] «είμαστε όλοι κομπλεξικοί οι νεοελληνιστές μπροστά στους κλασικούς. Πρώτον, έχουμε σπουδάσει όλοι μας κλασική φιλολογία και διατηρούμε κάπως τη γνώμη ότι η Κοινή των κλασικών κειμένων ισχύει και για τα μεσαιωνικά, αλλά βέβαια στο βάθος είμαστε εναντίον, όπως διαπιστώνουμε». Φυσικά, την προγονοπληξία των Ελλήνων ή την αρχαιολατρία των ξένων ή, τέλος, τα όποια συμπλέγματα κατωτερότητας των «νεοελληνιστών» απέναντι στους κλασικούς φιλολόγους δεν μπορεί κανείς να τα λογαριάσει σοβαρά, όταν προσπαθεί να κάνει επιστήμη.

Κάποιοι, βέβαια, επικαλούνται κατά καιρούς -κι ας μην το γράφουν- άλλους, «πρακτικούς», λόγους: καθώς οι διδακτικές υποχρεώσεις των περισσότερων, «βυζαντινών και νεοελληνικών» συνήθως, εδρών του εξωτερικού, αλλά και της Ελλάδας, περιλαμβάνουν τη διδασκαλία λόγιων ή κυρίως λόγιων κειμένων, για πολλούς η άρνηση της υιοθέτησης του μονοτονικού και της σύγχρονης ορθογραφίας κρύβει πίσω της το φόβο ότι μπορεί μ’ αυτό τον τρόπο να «ξεμάθουν» τα «αρχαία» ελληνικά. Ακόμη, όμως, κι αν δεχτούμε ότι αυτός ο φόβος είναι βάσιμος, δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρό επιστημονικό επιχείρημα που θα καθορίσει τις εκδοτικές μας επιλογές. Κι αυτό γιατί, αν αποφασίσουμε ότι οι πρακτικοί λόγοι είναι αυτοί που τελικά θα βαρύνουν στη διαμόρφωση της εκδοτικής μας επιλογής, υπάρχουν περισσότεροι και σοβαρότεροι πρακτικοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της υιοθέτησης του μονοτονικού και της σύγχρονης ορθογραφίας και στίξης: πέρα από την εγγυημένη απάλειψη ορθογραφικών διλημμάτων που αναφέρθηκε παραπάνω,[78] πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι οι δυνατότητες που μας προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία στην ανάλυση (αυτόματοι πίνακες λέξεων, συμφραζομένων κλπ.), επεξεργασία (κειμενογράφοι) και έκδοση κειμένων λειτουργούν de facto ή δίνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα και προσφέρονται για περαιτέρω επεξεργασία μόνο για κείμενα γραμμένα στο μονοτονικό.[79] Και αυτή η κατάσταση είναι εξαιρετικά απίθανο να αλλάξει στο άμεσο μέλλον.[80] Ωστόσο, όσες θέσεις αναπτύχθηκαν στο άρθρο αυτό έδειξαν, ελπίζω, ότι σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω τη χρήση του μονοτονικού και της σύγχρονης ορθογραφίας και στίξης στις εκδόσεις των νεοελληνικών δημωδών κειμένων μόνο ή κυρίως για «πρακτικούς» λόγους.[81] Εφόσον, όμως, συντρέχουν και τέτοιοι, καλό είναι να λαμβάνονται υπόψη.

Αναρωτιέμαι, τέλος: μήπως κάποιοι, παραφράζοντας την «“άχρονη” μα γενικευτική και απλουστευτική αλήθεια»[82] που αναφέρει ο Παναγιωτάκης,[83] ότι δηλαδή «οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας τη γλώσσα που μιλούσαν απέφευγαν να τη γράφουν» και «το ιδεώδες κάθε βυζαντινού λογίου ήταν να επιδιώκει στα πεζά του να μιμείται όσο το δυνατόν καλύτερα την αρχαία ελληνική γλώσσα», πιστεύουν πως, αν όλοι οι συγγραφείς της περιόδου που εξετάζουμε μπορούσαν να γράψουν σωστά και μάλιστα στα αρχαία ελληνικά, θα το έκαναν; Μπορεί. Και μπορεί να έχουν και δίκιο. Όμως, δεν το έκαναν. Όποιο και αν ήταν το ιδεώδες τους, είναι σαφές από τα κείμενα ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν πράγματα να πουν· και όπως συμβαίνει σε κάθε εποχή, βρήκαν και τον τρόπο. Μπορεί όντως να είχαν συνείδηση της αμάθειάς τους ή και της μηδαμινότητάς τους μπροστά στα επιτεύγματα των αρχαίων προγόνων τους, πάντως βρήκαν τρόπο να το ξεπεράσουν, με όλες εκείνες τις ρητορικές αποστροφές προς τον αναγνώστη όπου ζητούν, χριστιανικώ τω τρόπω, συγχώρεση για την αμάθεια, τα σφάλματα, κλπ. Και το ξεπέρασαν καταθέτοντας την άποψή τους, συχνά επιλέγοντας συνειδητά τη λαϊκή γλώσσα, για να τους καταλάβουν οι πολλοί και απαίδευτοι, όπως λένε. Τι νόημα έχει, λοιπόν, εμείς να αγνοήσουμε αυτή την πραγματικότητα και να καταφύγουμε σε πιθανά ιδεώδη, κινδυνεύοντας μάλιστα να πέσουμε σε «προθετική πλάνη»; Ας αφήσουμε καλύτερα κατά μέρος τις προθέσεις των συγγραφέων, που δε θα τις διακριβώσουμε ποτέ, και ας πιάσουμε τα κείμενα, που είναι εδώ και περιμένουν τους εκδότες και τους κριτικούς τους.

Πίσω από όλη αυτή την προσέγγιση υποβόσκει βέβαια το ερώτημα «γιατί εκδίδουμε» που σκόπιμα δεν το έθεσα, γιατί θα ήταν αδύνατο να το καλύψω, έστω και ακροθιγώς, στο πλαίσιο αυτού του άρθρου. Θα ήθελα μόνο να πω ότι αναπόφευκτα κάθε εποχή προβάλλει τον εαυτό της, τις αξίες της, τις απαιτήσεις της, τους προβληματισμούς και τα δικά της προβλήματα σε όλα, άρα και στην προσέγγιση της λογοτεχνίας. Όταν, λοιπόν, επιλέγουμε να εκδώσουμε ένα συγκεκριμένο και όχι κάποιο άλλο κείμενο μέσα από το σώμα της πρώιμης νεοελληνικής λογοτεχνίας, το κάνουμε γιατί πιστεύουμε πως αυτό το κείμενο είναι για κάποιο λόγο σημαντικό και άξιο μελέτης και ανάγνωσης: είτε αναγνωρίζουμε τη λογοτεχνική του αξία και συνακόλουθα την αναγνωστική του απόλαυση είτε διακρίνουμε το ρόλο που έχει διαδραματίσει σε κάποιο τομέα (λ.χ. λογοτεχνική παράδοση, διαμόρφωση ιδεών, γλωσσική ιστορία, κ.ο.κ.) είτε κρίνουμε ότι λειτουργεί ως δείκτης νοοτροπιών, γούστου, αντιλήψεων, κλπ. της εποχής του. Οι παραβολές, ταυτίσεις, συνδυασμοί, απορρίψεις με βάση τα δικά μας σύγχρονα κριτήρια είναι αναπόφευκτες.[84]

Ωστόσο, ένα πράγμα πρέπει να παραδεχτούμε από την αρχή: η δική μας δουλειά απλώς αρχίζει, δεν τελειώνει με την έκδοση του κειμένου. Εμείς είμαστε εκείνοι που θα ανασύρουμε τα κείμενα από την αφάνεια, εκείνοι που θα τα φωτίσουμε από διάφορες πλευρές –αναπόφευκτα επηρεασμένοι από την εποχή μας και τις επιδιώξεις της–, εκείνοι που θα τα δούμε στα διάφορα πολιτικά, κοινωνικά, ιστορικά, λογοτεχνικά και άλλα συμφραζόμενά τους. Και πρέπει επιτέλους να απαλλαγούμε από την παραδοσιακή αντίληψη που θεωρεί τη νεοελληνική δημώδη, αλλά και τη λόγια μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία αντικείμενο έρευνας μόνο του γλωσσολόγου, του παλαιογράφου, του ιστορικού ή του κλασικού –με ή χωρίς εισαγωγικά– φιλολόγου και που απορρίπτει κάθε απόπειρα θεωρητικής προσέγγισής της με το πρόσχημα ότι οποιαδήποτε εφαρμογή σύγχρονών μας θεωριών στα κείμενα αυτής της εποχής αποτελεί ασύγγνωστο αναχρονισμό. Το να χρησιμοποιεί κάποιος τις σύγχρονες θεωρίες, προκειμένου να φωτίσει ή να προβάλει καλύτερα τα κείμενα, δεν είναι κατά κανένα τρόπο πράξη ασυγχώρητη· ίσα-ίσα θα έλεγα ότι επιβάλλεται, καθώς αυτός φαίνεται να είναι ο χώρος στον οποίο υστερούν περισσότερο οι πρώιμες και οι νεότερες ελληνικές σπουδές στον τόπο μας. Άλλωστε, τα ίδια τα κείμενα είναι μόνο οι αφορμές.

Για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορώ να δεχτώ τις απόψεις που διατύπωσε ο Φ. Ηλιού σε πρόσφατο άρθρο του,[85] σύμφωνα με τις οποίες τα κείμενα αποτελούν λίγο-πολύ ιστορικά «μνημεία»,[86] ενώ οι εκδότες περιορίζονται στο ρόλο των καλών και πιστών αντιγραφέων, πράγμα που αυτόματα συνεπάγεται ότι οι αναγνώστες υποχρεώνονται με τη σειρά τους να μεταβληθούν σε εκδότες, αφού θα χρειαστεί να κάνουν τη δουλειά που ο εκδότης-αντιγραφέας δεν έκανε. Συμμερίζομαι, βέβαια, την ανησυχία του Ηλιού για τις διορθωτικές επεμβάσεις των εκδοτών στα κείμενα σε γλωσσικό επίπεδο, όχι όμως και σε ορθογραφικό/τονικό. Η ορθογραφία είναι μια σύμβαση που εξυπηρετεί τον αναγνώστη και μόνο· και δεν εκδίδουμε, βέβαια, για κάποιον «φανταστικό» (λόγιο, ημιμαθή ή ημιαναλφάβητο) αναγνώστη του 14ου ή του 17ου αιώνα, αλλά για τον υπαρκτό αναγνώστη του 21ου, του οποίου οι γραφικές συμβάσεις είναι και γνωστές και δεδομένες. Ο Ηλιού υποστηρίζει ότι είναι «α-ιστορικό» να εξαφανίζουμε «τεχνητά και εκ των υστέρων» στοιχεία που αφορούν την ορθογραφία, τη στίξη, κλπ. των παλαιτύπων, γιατί έτσι νοθεύουμε την «ιστορικότητα» της γραφής.[87] Δεν μπορώ, όμως, να καταλάβω γιατί η «ιστορική» διάσταση της γραφής θα πρέπει να αφορά μόνο τις παλαιότερες εκδόσεις κειμένων (του 16ου ή του 18ου αιώνα λ.χ.) και όχι και τις σύγχρονες: είναι δηλαδή λιγότερο «α-ιστορικό» να εκδίδω κείμενα τον 21ο αιώνα ακολουθώντας τις ορθογραφικές συμβάσεις του 4ου;

Κλείνω με μια πρόσφατη διαπίστωση του Moennig:[88] «εφόσον οι περισσότερες εκδόσεις ετοιμάζονται πλέον με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η σύνταξη ενός ηλεκτρονικού θησαυρού της δημώδους γραμματείας σε μορφή βάσης δεδομένων πρέπει να είναι κάτι εύκολα πραγματοποιήσιμο. Εδώ, θα μας διευκόλυνε πολύ, υποθέτω, η ενιαία ορθογράφηση στις εκδόσεις». Στην πραγματικότητα, η απουσία ενός τέτοιου «θησαυρού» ή, έστω, μιας πλήρους σειράς έγκυρων επιστημονικών εκδόσεων της νεοελληνικής δημώδους γραμματείας εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο -σχεδόν δραματικά- αισθητή όσο και η αδυναμία μας να συμφωνήσουμε σε κάποια, ελάχιστα μα βασικά, εκδοτικά ζητήματα, όπως είναι το ζήτημα της ορθογράφησης και του τονισμού. Φυσικά, αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να διαιωνίζεται επ’ άπειρον. Πιστεύω, λοιπόν, ότι έχει φτάσει πια η ώρα να δούμε και να αποφασίσουμε τι είναι επιστημονικά ορθό και σύμφορο, να συμφωνήσουμε σε έναν κοινό κώδικα εκδοτικής επικοινωνίας και να προχωρήσουμε. Έτσι, και η έρευνα θα προωθηθεί και θα διευκολυνθούν οι νέοι, αλλά κυρίως θα προσελκυστούν και οι μελλοντικοί εκδότες, αφού θα συνειδητοποιήσουν ότι στο φιλολογικό χώρο της δημώδους δεν επικρατεί πλήρης αυθαιρεσία, δεν κυριαρχούν οι υποκειμενικές κρίσεις και οι προσωπικές ιδιορρυθμίες, αλλά, αντίθετα, πρυτανεύουν η λογική, η σοβαρότητα και τα επιχειρήματα. Και έχω την πεποίθηση πως αυτά αποτελούν κοινή επιδίωξη όλων μας. Τέλος, θα ήμουν ευτυχής αν και οι «πολυτονιστές» έμπαιναν κάποτε στον κόπο να «εξηγηθούν», για να διαβάσουμε επιτέλους και εμείς εκτός από τις αντιρρήσεις τους και τα επιχειρήματά τους.

Selwyn College, Cambridge, Σεπτέμβριος 2001


ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγαπητός Π., (επιμ.), 1998: Στρογγυλό τραπέζι «Η εκδοτική μέθοδος: προβλήματα και λύσεις», 21 Νοεμβρίου 1997. Neograeca Medii Aevi IV, Κύπρος 1997, απομαγνητοφώνηση: Γ. Δράκου, Λευκωσία: Πανεπιστήμιο Κύπρου
Αλεξίου Στ. και Αποσκίτη Μ., (επιμ.), 1995: Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυμναίου, Ο κρητικός πόλεμος (1645-1669), Αθήνα: Στιγμή
Bakker W. και van Gemert A., (επιμ.), 1988: Ιστορία του Βελισαρίου, κριτική έκδοση των τεσσάρων διασκευών με εισαγωγή, σχόλια και γλωσσάριο, Αθήνα: ΜΙΕΤ
Bakker W. και van Gemert A., (επιμ.), 1996: Η θυσία του Αβραάμ, κριτική έκδοση, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Bancroft-Marcus R. 1987: «The Language of Chortatsis: Phonetic Consistency» στο Eideneier 1987, 53-72
Βασιλείου Π., (επιμ.), 1980: «Ο αυτόγραφος Θρήνος της Θεοτόκου του Ιωάννη Πλουσιαδηνού», Ελληνικά 32, 267-287
Browning R. 1991: Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, δεύτερη έκδοση συμπληρωμένη με την προσθήκη δύο άρθρων του συγγραφέα, μτφρ.: Μ. Κονομή, Αθήνα: Παπαδήμας
Egea J.-M. και Alonso J., (επιμ.), 1996: Prosa y verso en griego medieval. Rapports of the International Congress «Neograeca Medii Aevi III» Vitoria 1994, Άμστερνταμ: Adolf M. Hakkert
Eideneier Η. 1979: «Σκέψεις σχετικά με το μονοτονικό σύστημα», Μαντατοφόρος 14, 16-19
Eideneier Η., (επιμ.), 1987: Neograeca Medii Aevi. Text und Ausgabe. Akten zum Symposion Köln 1986, Κολωνία: Romiosini
Eideneier Η., (επιμ.), 1991: Ptochoprodromos, Einführung, kritische Ausgabe, deutsche Übersetzung, Glossar, Κολωνία: Romiosini
Eideneier H., Moennig U. και Τουφεξής Ν., (επιμ.), 2001: Θεωρία και πράξη των εκδόσεων της υστεροβυζαντινής αναγεννησιακής και μεταβυζαντινής δημώδους γραμματείας. Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi IVα (Αμβούργο 28. – 31.1.1999), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ζώρας Γ. Θ., (επιμ.), 1958: Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111), Αθήνα: Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ηλιού Φ., 2000: «Η “διόρθωση” των κειμένων: ιστορικές διαστάσεις και κακές συνήθειες», Τα Ιστορικά 17, 3-9
Hinterberger M., 2001: «Το φαινόμενο της πολυτυπίας σε δημώδη κείμενα» στο Eideneier κ.ά. 2001, 215-244
Holton D., 1996: «Η κριτική έκδοση της Ιστορίας της Σωσάννης του Μάρκου Δεφαράνα» στο Egea και Alonso 1996, 207-212
Holton D., (επιμ.), 1997: Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, απόδοση στα ελληνικά Ν. Δεληγιαννάκη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Holton D., 2001: «Η εισαγωγή μιας κριτικής έκδοσης: σε ποια ερωτήματα θα έπρεπε να απαντήσει ο εκδότης ενός κειμένου;» στο Eideneier κ.ά. 2001, 251-270
Holton D., Mackridge P. και Φιλιππάκη-Warburton Ει., 1999: Γραμματική της ελληνικής γλώσσας, μτφρ. Β. Σπυρόπουλος, Αθήνα: Πατάκης
Jeffreys E., (επιμ.), 1998: Digenis Akritis. The Grottaferrata and Escorial versions, Κέιμπριτζ: Cambridge University Press
Jeffreys M., 1993: «Proposals for the Debate on the Question of Oral Influence in Early Modern Greek Poetry» στο Παναγιωτάκης 1993α/1, 251-266
Καδάς Σ., (επιμ.), 1986: Προσκυνητάρια των Αγίων Τόπων. Δέκα ελληνικά χειρόγραφα 16ου-18ου αι., Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής
Καδάς Σ., 1988: «Χειρόγραφο με αυτόγραφες σημειώσεις του Καισάριου Δαπόντε» στο Ταρνανίδης, κ.ά. 1988, 181-235
Κακλαμάνης Στ., 1997: «Από το χειρόγραφο στο έντυπο: Θησέος και γάμοι της Αιμίλιας (1529)», Θησαυρίσματα 27, 147-223
Κακλαμάνης Στ., 2001: «Από το χειρόγραφο στο έντυπο: το παιχνίδι των γραφών. Τα ιδιαίτερα προβλήματα κειμένων που έχουν παραδοθεί σε χειρόγραφη και έντυπη μορφή» στο Eideneier κ.ά. 2001, 101-186
Καπλάνης Τ., 2001: «Women in the Looking-glass; the Philogynous Dapontes (1713-1784) within the Misogynous Tradition of the Middle Ages», Comparaison/Σύ­γκριση 12, 50-74
Καραναστάσης Τ., 1996: «Σημειώσεις» στο Odorico, κ.ά. 1996, 327-414
Καψωμένος Στ., 1985: Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Η ελληνική γλώσσα από τα ελληνιστικά ως τα νεώτερα χρόνια. Η ελληνική γλώσσα στην Αίγυπτο, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)
Κεχαγιόγλου Γ., 1986: «Ανέκδοτα στοιχεία για τον Καισάριο Δαπόντε από το χειρόγραφο Βυτίνας αριθ. 1», Ερανιστής 18, 35-56
Κεχαγιόγλου Γ., 1993: «Ειδολογικές και εκδοτικές προτάσεις για τα νεοελληνικά λογοτεχνικά λαϊκά βιβλία (από τις αρχές ως τα τέλη του 18ου αιώνα)» στο Παναγιωτάκης 1993α/1, 74-99
Κεχαγιόγλου Γ., (επιμ.), 1997: Τζωρτζής (Μ)πουστρούς (Γεώργιος Βο(σ)τρ(υ)ηνός ή Βουστρώνιος), Διήγησις Κρονίκας Κύπρου, κριτική έκδοση, εισαγωγή, σχόλια, γλωσσάρι, πίνακες και επίμετρο, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου
Κεχαγιόγλου Γ., (επιμ.), 1999: Η παλαιότερη πεζογραφία μας (15ος αιώνας-1830), γραμματολογική εισαγωγή, παρουσίαση-ανθολόγηση, τόμ. 2, Αθήνα: Σοκόλης
Κεχαγιόγλου Γ., (επιμ.), 2001: Πεζογραφική ανθολογία. Αφηγηματικός γραπτός νεοελληνικός λόγος, τόμ. 2 (1. Από το τέλος του Βυζαντίου ως τη Γαλλική Επανάσταση, 2. Από τη Γαλλική Επανάσταση ως τη δημιουργία του ελληνικού κράτους), Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)
Κοπιδάκης Μ., (επιμ.), 1999: Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: ΕΛΙΑ
Κριαράς Ε., 1953: «Ο λαϊκότροπος χαρακτήρας της κρητικής λογοτεχνίας, οι λογοτεχνίες της Αναγέννησης και η βυζαντινή δημοτική παράδοση», Κρητικά Χρονικά 7, 298-314
Κριαράς Ε., 1955α: «Οι όροι «μεσαιωνικός» και «νεοελληνικός» στη γραμματολογία μας», Νέα Εστία 58, 986-988
Κριαράς Ε., 1955β: «Η γραμματολογική τοποθέτηση της βυζαντινής δημώδους και της κρητικής λογοτεχνίας», Νέα Εστία 58, 1554-1557
Κριαράς Ε., 1961: «Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τελευταίας περιόδου της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας» (μτφρ. από τα γερμανικά Αι. Δώδου), Νέα Εστία 35, 1418-1427
Κριαράς Ε., 1962: «Ιωακείμ ο Κύπριος και το ποίημά του για τον τουρκοβενετικό πόλεμο του 1645-1669», Κρητικά Χρονικά 15-16/2, 399-405
Κριαράς Ε., 1969-1997: Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669), τόμ. Α΄-ΙΔ΄, Θεσσαλονίκη: Σφακιανάκης
Κριαράς Ε., 1976: «Η διγλωσσία στα υστεροβυζαντινά γράμματα και η διαμόρφωση των αρχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Βυζαντινά 8, 215-243
Κριαράς Ε., 1985: «Ορθογραφικά θέματα σε παλιότερα νεοελληνικά κείμενα», Πεπραγμένα Ε΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τόμ. Β΄, 197-208
Κωστούλα Δ., (επιμ.), 1991: Αγάπιος Λάνδος, Γεωπονικόν. Βενετία 1643, επιμέλεια κειμένου, εισαγωγή, σχόλια, γλωσσάριο, Βόλος: Τήνος
Moennig U., 2001: «Από το χειρόγραφο στο εκδιδόμενο κείμενο. Βήματα, προβλήματα, παγίδες» στο Eideneier κ.ά. 2001, 189-213
Odorico Ρ., Ασδραχάς Σ., Καραναστάσης Τ., Κωστής Κ. και Πετμεζάς Σ., (επιμ.), 1996: Αναμνήσεις και συμβουλές του Συναδινού, ιερέα Σερρών στη Μακεδονία (17ος αιώνας), <χ.τ.>: Association “Pierre Belon”
Olsen Β., (επιμ.), 1990: «The Greek Translation of Boccaccio’s Theseid Book 6», Classica et Mediaevalia 41, 275-301
Olsen Β., 1994: «Η νεοελληνική Θησηίδα και η προετοιμασία ενός λαϊκού εντύπου», Ελληνικά 44, 123-133
Παναγιωτάκης Ν., (επιμ.), 1993α: Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου «Neograeca Medii Aevi» (Βενετία, 7-10 Νοεμβρίου 1991), τόμ. 2, Βενετία: Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας
Παναγιωτάκης Ν., 1993β: «Οι πρώτες αρχές της δημώδους νεοελληνικής πεζογραφίας», Παλίμψηστον 13, 247-257
Παράσογλου Γ., (επιμ.), 1992: «Η αρχαιότερη δημώδης μετάφραση των Χαρακτήρων του Θεοφράστου», Ελληνικά 42, 115-133
Παράσογλου Γ., (επιμ.), 1993: Ανδρόνικος Νούκιος· Γεώργιος Αιτωλός, Αισώπου Μύθοι· οι πρώτες νεοελληνικές μεταφράσεις, Αθήνα: Εστία
Πετρούνιας Ε., 1984: Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. Μέρος Α΄: Θεωρία, Θεσσαλονίκη: University Studio Press
Σαββίδης Γ., (επιμ.), 1993: Κωνσταντίνου Δαπόντε του μετονομασθέντος Καισαρίου, Η Θυσία του Ιεφθάε και Ιστορία Σωσάννης, φιλολογική αποκατάσταση και τυπογραφική ερμηνεία, Αθήνα: Ιστός
Σαββίδης Γ., (επιμ.), 1995: Κήπος Χαρίτων, τουτέστι βιβλίον περιέχον την περίοδον του Τιμίου Ξύλου του ζωοποιού Σταυρού, του εν τ?η ιερ?ά και βασιλικ?ή Μον?ή του Ξηροποτάμου, τ?η ούσ?η εν τ?ω αγιωνύμ?ω Όρει του Άθωνος και άλλα διάφορα. Συντεθέντα παρά Κωνσταντίνου Δαπόντε του μετονομασθέντος Καισαρίου [...], τρίτη έκδοση ενημερωμένη και αυξημένη με άγνωστα κείμενα από τον «Καθρέπτη Γυναικών» (1766), την «Γεωγραφικήν Ιστορία» (1782), κλπ., Αθήνα: Ερμής
Σαββίδης Γ., (επιμ.), 1998: Ποίημα ερωτικόν λεγόμενον Ερωτόκριτος, συνθεμένον από τον ποτέ ευγενέστατον Βιτσέντζον τον Κορνάρον [...], Αθήνα: Ερμής
Ταρνανίδης Ι., Λάββας Γ., Τσολάκης Ε., Παπαστάθης Χ. και Ασημακοπούλου-Ατζακά, Π., (επιμ.), 1988: Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Κριαρά. Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου (3 Απριλίου 1987), Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/ΚΒΕ
Τουφεξής Π., 2001: «Ο υπολογιστής στην υπηρεσία του εκδότη: σημερινές δυνατότητες και προοπτικές για το μέλλον» στο Eideneier, κ.ά. 2001, 271-288
Trapp Ε., 1993: «Ιωάννης Καματηρός και ο κανόνας της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίας» στο Παναγιωτάκης 1993α/2, 89-96
Τσαβαρή Ι., (επιμ.), 1992: Ιωάννου Δαμασκηνού, Βαρλαάμ και Ιωάσαφ. Μεταφράζει ο Νικηφόρος Βενετζάς, Ηράκλειο: Δήμος Ηρακλείου/Βικελαία Βιβλιοθήκη
van Gemert A., 2001: «Σκοπός, δυνατότητες και όρια της κριτικής αποκατάστασης των κειμένων» στο Eideneier, κ.ά. 2001, 17-36
Vincent Α., 1967: «Ο ποιητής του Φορτουνάτου. Ανέκδοτα έγγραφα για το Μάρκο Αντώνιο Φώσκολο», Θησαυρίσματα 4, 53-84
Vincent Α., 1968: «Νέα στοιχεία για το Μάρκο Αντώνιο Φώσκολο. Η διαθήκη του και άλλα έγγραφα», Θησαυρίσματα 5, 119-176
Vincent Α., 1970: «A Manuscript of Chortatses’ Erophile in Birmingham», University of Birmingham Historical Journal 12/2, 261-267
Vincent Α., (επιμ.), 1980: Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου, Φορτουνάτος, κριτική έκδοση, σημειώσεις, γλωσσάριο, Ηράκλειο: Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών
Vincent Α., 1997: «Κωμωδία» στο Holton 1997, 125-156
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Μια πρώτη εκδοχή του άρθρου παρουσιάστηκε στις 24.10.2000 στο Modern Greek Gradu­ate Seminar του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, που διοργανώνει ο D. Holton, και μια αρκετά εκτενέστερη από αυτή που δημοσιεύεται εδώ στις 9.1.2001 στο Colloquium του μεταπτυχιακού ΕΠΕΑΕΚ του Τομέα ΜΝΕΣ του ΑΠΘ, που διοργανώνει ο Μ. Πεχλιβάνος· τους ευχαριστώ και τους δύο για την πρόσκληση. Θα ήθελα ξεχωριστά να ευχαριστήσω τη Μ. Ανδρόνικου, το W. Bakker και, ιδιαίτερα, το Γ. Κεχαγιόγλου, που διάβασαν τo άρθρο σε μια πρώτη του μορφή και μου έστειλαν στην Αγγλία τις καίριες παρατηρήσεις, υποδείξεις και προτάσεις τους (όλες τους μου φάνηκαν εξαιρετικά χρήσιμες, έστω κι αν δεν τις υιοθέτησα πάντα). Ευχαριστίες ακόμη οφείλω στο Χ. Καράογλου και τον Α. Πολίτη για τις προτάσεις τους σχετικά με τη μορφή του άρθρου που δημοσιεύεται εδώ, καθώς και στους: Α. Βαλδραμίδου, Α. Βάρβογλη, D. Holton, Γ. Καραμανώλη, Τ. Καραναστάση, Β. Κατσαρό, Στ. Κολιαδήμου, Στ. Κωνσταντίνου, Τ. Λεντάρη, V. Pecoraro, Μ. Πεχλιβάνο, Ά. Ταμπάκη και Ν. Τουφεξή, σε κάποιους από αυτούς για τη συνδρομή τους σε βιβλιογραφικά μου αιτήματα και σε όλους για τις γόνιμες και συχνά πολύωρες συζητήσεις μας, που με βοήθησαν να ξεκαθαρίσω τις απόψεις μου και να δώσω στο κείμενο την τελική του μορφή. Τέλος, για τον ίδιο λόγο ξεχωριστά ευχαριστώ το σεβαστό μου δάσκαλο Ε. Κριαρά· το άρθρο τού αφιερώνεται δικαιωματικά, όχι μόνο για την πολλαπλή και πολύπλευρη συνεισφορά του στο θέμα που με απασχολεί, αλλά και ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης και αναγνώρισης της δικής μου προσωπικής οφειλής στον άνθρωπο και το έργο του. Εννοείται ότι η ευθύνη των απόψεων που διατυπώνονται εδώ βαρύνει εμένα αποκλειστικά.

[1] Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Exeter College μεταξύ 14 και 18 Σεπτεμβρίου 2000 με την οργανωτική φροντίδα της Ε. και του Μ. Jeffreys. Τα «Neograeca Medii Aevi» είναι το μοναδικό τακτικό συνέδριο στον κόσμο με αποκλειστικό αντικείμενο τη δημώδη ελληνική γραμματεία της περιόδου 1100-1669. Για την ιστορία των συνεδρίων αυτών βλ. Eideneier κ.ά. 2001, 9.
[2] Βλ. τα «Προλεγόμενα» του Eideneier στο Eideneier κ.ά. 2001, 9-10: «Το Συμποσιόπουλον του Αμβούργου έδειξε, θαρρώ, πως αυτό το εγχειρίδιο “με κάποιες γενικά αποδεκτές αρχές” δεν έχει πολύ νόημα να γραφτεί, για τον απλούστατο λόγο πως τα εκδοτικά προβλήματα που προκύπτουν από τα κείμενα αυτά είναι ενδοκειμενικά».
[3] Βλ. διάφορα παλαιότερα μελετήματα του Κριαρά (κυρίως Κριαράς 1953, 1955α, 1955β και 1961), καθώς και τα σχετικά άρθρα του πρώτου μέρους των πρακτικών του συνεδρίου «Neograeca Medii Aevi» της Βενετίας (Παναγιωτάκης 1993α/1, 37-165).
[4] Στα μελετήματα που αναφέρονται στην προηγούμενη σημ.
[5] Βλ. Κριαράς 1969-1997.
[6] Προσωπικά θα προτιμούσα τη χρήση αυτών των όρων –που συνάδουν και με τους αντίστοιχους αγγλικούς «late medieval» και «early modern»– παρά τα προσδιοριστικά σύνθετα που χρησιμοποιεί ο Κριαράς, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι διαφοροποιούμαι επί της ουσίας.
[7] Στην αρχή είχα γράψει μόνο «δημώδης»· η προσθήκη του επιθέτου οφείλεται σε πρόταση του Γ. Κεχαγιόγλου, την οποία ευχαρίστως υιοθέτησα.
[8] Γιατί, πράγματι, αν για κάποιο λόγο η δημώδης γραμματεία, ακόμη και της περιόδου 1100-1453, έπαψε να αποτελεί «επίμετρο» στις ιστορίες της «βυζαντινής» λογοτεχνίας και κατάφερε να αναδειχθεί σε ξεχωριστό φιλολογικό κλάδο, προσελκύοντας το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, είναι ακριβώς γιατί βλέπουμε σ’ αυτήν το καινούργιο που δειλά-δειλά εμφανίζεται το 12ο αιώνα και ακολουθεί τη δική του εξελικτική πορεία, αυτονομημένο και ευνοημένο, αναμφίβολα, από τις ιστορικοπολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες.
[9] Θα ήταν ίσως σκόπιμο ή ακόμη και αναγκαίο να συζητηθεί εδώ αναλυτικότερα το ζήτημα αυτό. Ωστόσο, λόγοι οικονομίας χώρου μου επέβαλαν να ετοιμάσω για το ευρύ αυτό θέμα ξεχωριστό μελέτημα, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να ενταχθεί στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, ελπίζω, όμως, ότι θα μου δοθεί σύντομα η ευκαιρία να το δώσω στη δημοσιότητα.
[10] Παρά τη γενικότερη επισκόπηση που πρόσφερε πρόσφατα ο τόμος Κοπιδάκης 1999.
[11] Βλ. Καψωμένος 1985, 3-91.
[12] Βλ. Καψωμένος 1985, 88.
[13] Βλ. Hinterberger 2001. Συμφωνώ με το γενικό συμπέρασμα του μελετητή περί διατήρησης της πολυτυπίας στα κείμενα (υπό όρους, βέβαια· βλ. παρακάτω σ. 7). Δε θεωρώ, όμως, ότι «είναι λανθασμένο να μιλάμε και για “μικτή” γλώσσα», όπως εκείνος (βλ. Hinterberger 2001, 237). Ο μελετητής δε λαμβάνει υπόψη του τη μελέτη του Καψωμένου, που έχει επαρκώς καταδείξει ότι η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της χωρίζεται σε δύο περιόδους (εκτός, φυσικά, της «σύγχρονης», από το 1976 κ.ε.): στην «κλασική», με βασικό χαρακτηριστικό τη διάκριση σε διαλέκτους, και τη «μετακλασική», που ξεκινάει από τα ελληνιστικά-ρωμαϊκά χρόνια και φτάνει μέχρι το 1976 (στην οριστική λύση του γλωσσικού ζητήματος) και διακρίνεται από την τάση για γλωσσική ενοποίηση των Ελλήνων και τη δημιουργία μίας, ενιαίας «κοινής» γλώσσας (διαδικασία που διήρκεσε τόσους πολλούς αιώνες, γιατί διαρκώς ανακοπτόταν από εξωγενείς κυρίως παράγοντες). Σ’ αυτή τη διαδικασία, η γλώσσα της περιόδου που μας ενδιαφέρει αποτελεί ένα μόνο, ενδιάμεσο, κομμάτι, ενώ το γλωσσικό ζήτημα είναι η απόληξή της. Η «μίξη» τύπων, συντάξεων, κλπ., λοιπόν, δεν αναφέρεται αναγκαστικά στις «προθέσεις» των συγγραφέων ούτε βέβαια μεταφέρει «το γλωσσικό ζήτημα στην προ του γλωσσικού ζητήματος εποχή» (βλ. Hinterberger 2001, 237)· απλώς περιγράφει συνολικά το γλωσσικό χαρακτήρα των κειμένων της περιόδου. Φυσικά, αυτή η «μίξη» δεν αφορά μόνο τα δημώδη, αλλά και τα λόγια κείμενα (για το θέμα αυτό βλ. αμέσως παρακάτω).
[14] Βλ. Κεχαγιόγλου 1993, 96.
[15] Έτσι, κάποτε προτείνονται ενδιαφέρουσες αναθεωρήσεις· βλ. λ.χ. το άρθρο του Trapp για τον Ιωάννη Καματηρό (Trapp 1993). Για τις αντιρρήσεις μου βλ. την επόμενη σημ.
[16] Το λεξιλόγιο είναι σε κάθε εποχή το πιο ευάλωτο κομμάτι της γλώσσας σε κάθε είδους δάνεια και προσθήκες. Το ότι δημώδεις λέξεις –αλλά και συντάξεις, τύποι κλπ.– απαντούν και σε πολλά λόγια μεσαιωνικά κείμενα είναι βέβαια γνωστό (βλ. πρόχειρα Κριαράς 1976, όπου περιγράφονται με παραδείγματα οι διάφορες γλωσσικές τάσεις στα υστεροβυζαντινά γράμματα, και Browning 1991). Με δεδομένο μάλιστα ότι οι αρχαϊστές συγγραφείς έγραφαν σε μια γλώσσα νεκρή, δεν πρέπει να μας παραξενεύει αυτό που παρατηρούν ο Weigl και ο Trapp για τον Καματηρό, ότι δηλαδή «κάθε φορά που παρεκκλίνει από τα πρωτότυπα [διάβαζε: πρότυπα], πλησιάζει προς τη δημοτική» (βλ. Trapp 1993, 94). Στην περίπτωση του Καματηρού βέβαια υπάρχουν και άλλα στοιχεία (βλ. Trapp 1993, 93-94), που ίσως καθιστούν πιθανή την αναθεώρηση του «κανόνα» των κειμένων της δημώδους και την ένταξη του Καματηρού σ’ αυτόν, κυρίως λαμβάνοντας υπόψη και το ότι πρόκειται για κείμενο του 12ου αιώνα. Γενικά, όμως, θα ήμουν πολύ επιφυλακτικός απέναντι σε μια γενικότερη διεύρυνση του «κανόνα» αυτού με την ένταξη λόγιων κειμένων, τα οποία παρά τις όποιες ευκαιριακές και πάντως σποραδικές παραχωρήσεις στη δημώδη, παραμένουν αρχαΐζοντα. Τα σποραδικά δημώδη γλωσσικά χαρακτηριστικά τους ενδιαφέρουν βέβαια τον ιστορικό της γλώσσας και το λεξικογράφο (και ο Trapp τα καταγράφει στο χρησιμότατο Lexikon zur byzantinischen Gräzität, besonders des 9.-12. Jahrhunderts, που εκδίδεται στη Βιέννη από την Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών από το 1994 κ.ε.), αλλά δεν είναι ικανά να μεταβάλουν τη γενικότερη αρχαϊστική εικόνα των κειμένων στα οποία απαντούν. Αν κάτι θα ήταν χρήσιμο να γίνει κάποια στιγμή, είναι ίσως μία ανθολόγηση δημωδών αποσπασμάτων από κατά τεκμήριο αρχαϊστικά κείμενα.
[17] Για μια συστηματοποίηση των προβλημάτων αυτών και πρόταση γενικών εκδοτικών αρχών βλ. van Gemert 2001. Για άλλα συναφή ζητήματα (επιδράσεις έργων αφετηρίας σε μεταφραστικές/διασκευαστικές απόπειρες, σχέσεις χειρόγραφης και έντυπης παράδοσης, κλπ.) βλ. κυρίως τα άρθρα των E. Jeffreys, Στ. Κακλαμάνη και U. Moennig στο Eideneier, κ.ά. 2001.
[18] Βλ. Jeffreys 1993, 253.
[19] Παρόμοιες παρατηρήσεις θα έκανα και για τη μετρική. Αφού οι γνώσεις μας τα τελευταία μόλις χρόνια άρχισαν να πλουτίζονται, κυρίως χάρη στις πρωτοποριακές μελέτες της Φιλιππίδου, του Γαραντούδη αλλά και άλλων (βλ. πρόχειρα περ. Μαντατοφόρος, τχ. 32, Δεκ. 1990), θα έλεγα ότι και εκεί πρέπει να διορθώνουμε συντηρητικά, με δεδομένο ότι και πάλι η εικόνα που μας παραδίδουν τα κείμενα δείχνει ότι οι χασμωδικοί, υπέρμετροι ή/και άμετροι στίχοι είναι συχνό φαινόμενο, το ίδιο και οι ατελείς ρίμες. Βέβαια, σε έργα που φανερώνουν ξεκάθαρα στιχουργική και ποιητική δεινότητα, όπως ο Ερωτόκριτος, είμαστε ίσως δικαιολογημένοι να διορθώνουμε τους λίγους προβληματικούς στίχους με βάση το μέτρο ή τη ρίμα. Αλλά πόσα έργα έχουν να επιδείξουν μια τέτοια στιχουργική τελειότητα;
[20] Βλ. Αλεξίου και Αποσκίτη 1995, 41: «Ένα από τα προβλήματα στην έκδοσή μας ήταν η φωνητική πολυμορφία στην απόδοση ορισμένων ξένων όρων στην πρώτη βενετική έκδοση: γενεράλες - γκενεράλες - τζενεράλες,… μπεργαντιά - περγαντιά - περγατιά - περγαδιά, πασάς - πασιάς - μπασάς - μπασιάς,… σολδάτοι - σολντάδοι - σολδάδοι - σουλδάτοι κ.ά. Δεν υπήρχε λόγος διατηρήσεως της αστάθειας αυτής που μόνο προβλήματα δημιουργούσε στην ανάγνωση της εκδόσεως Ξηρουχάκη και την αμφιβολία αν πρόκειται για την ίδια πάντα λέξη ή για κάτι διαφορετικό. Οι αποκλίνοντες τύποι ενοποιήθηκαν κατά τη σαφέστερη και επικρατέστερη μορφή (γενεράλες, πασάς, σολντάδοι) ή κατά τη μορφή την πλησιέστερη στην αντίστοιχη ξένη λέξη…». Ανάλογη τακτική ακολούθησαν οι εκδότες και σε άλλες περιπτώσεις -που δεν αναφέρονται εδώ για λόγους οικονομίας χώρου-, αλλά όχι σε όλες (βλ. Αλεξίου και Αποσκίτη 1995, 40-46). Αυτό, όμως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η έκδοση δε συνοδεύεται από κριτικό υπόμνημα δημιουργεί σύγχυση, γιατί ο αναγνώστης δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πότε οι τύποι που απαντούν στην έκδοση είναι αυθεντικοί τύποι του εντύπου και πότε διορθώσεις των εκδοτών.
[21] Οι λόγοι για τους οποίους ο «σεβασμός» αυτός δεν εκτείνεται και στο τονικό/ορθογραφικό σύστημα θα φανούν παρακάτω.
[22] Ή φιλολογική/επιστημονική, κατ’ άλλους (βλ. van Gemert 2001, 19)· για τους διάφορους τύπους των εκδόσεων βλ. Κεχαγιόγλου 1993, καθώς και διάφορα άρθρα του τόμου Eideneier κ.ά. 2001 (ιδιαίτερα τα van Gemert 2001 και Holton 2001).
[23] Eννοείται ότι η μία δεν είναι ανεξάρτητη από την άλλη· για να φτάσουμε στο σημείο να προσφέρουμε μια αξιόπιστη χρηστική έκδοση, πρέπει να έχει προηγηθεί η κριτική επεξεργασία του κειμένου. Το αν αυτή η επεξεργασία θα πάρει τη μορφή κριτικής έκδοσης και θα φτάσει στο τυπογραφείο είναι κάτι που καθορίζεται από άλλους παράγοντες (κυρίως από την εμπορικότητα τέτοιων εκδόσεων).
[24] Βλ. Κεχαγιόγλου 1993, 96.
[25] Αφού «παρέχουν πιστότερη εικόνα για δευτερεύουσες ή συμπληρωματικές παραμέτρους… (σχήμα, χρώμα, τυπογραφική διάταξη, είδος στοιχείων, κοσμήματα, εικονογράφηση, κτλ.)» (Κεχαγιόγλου 1993, 97).
[26] Βλ. Κεχαγιόγλου 1993, 97.
[27] Βλ. Κεχαγιόγλου 1993, 96-97. Η αίσθησή μου από το συνέδριο της Οξφόρδης, πάντως, είναι ότι οι επιστήμονες του χώρου, χωρίς να καταθέσουν στο μεταξύ –και ας μεσολάβησαν επτά χρόνια από την έκδοση του άρθρου– μια διαφορετική, τεκμηριωμένη αντιπρόταση, αγνόησαν εντελώς τις υποδείξεις του συγκεκριμένου μελετητή.
[28] Με την εξαίρεση των δύο ιδιαίτερα σημαντικών και «πολυσυλλεκτικών» ανθολογιών του Κεχαγιόγλου (βλ. παρακάτω), αναφέρομαι μόνο σε αυτοτελείς εκδόσεις έργων και όχι σε εκδόσεις αποσπασμάτων ή δείγματα μελλοντικών εκδόσεων. Ας σημειωθεί ότι κατά καιρούς έχουν αναγγελθεί και άλλες εκδόσεις δημωδών κειμένων στο μονοτονικό και με συμμόρφωση προς τους κανόνες της σύγχρονης γραμματικής τόσο από Έλληνες όσο και από ξένους εκδότες· στο βαθμό, όμως, που αυτές οι εκδόσεις για οποιουσδήποτε λόγους δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί, έκρινα πως δεν έπρεπε να με απασχολήσουν εδώ.
[29] Βλ. Καδάς 1986.
[30] Βλ. Παράσογλου 1993. Ο ίδιος μελετητής ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει στα Ελληνικά και την αρχαιότερη δημώδη μετάφραση των Χαρακτήρων του Θεοφράστου ακολουθώντας τις ίδιες συμβάσεις· βλ. Παράσογλου 1992.
[31] Βλ. Σαββίδης 1993 και 1995. Ο Δαπόντες είναι θέμα ανοιχτό για τα γράμματά μας, καθώς εξακολουθούν να μένουν αναπάντητα και ανερεύνητα πολλά προβλήματα που αφορούν την εργοβιογραφία του (βλ. σχετικά Κεχαγιόγλου 1986, Καδάς 1988 και Καπλάνης 2001).
[32] Βλ. Σαββίδης 1998.
[33] Βλ. Κεχαγιόγλου 1997.
[34] Βλ. Κεχαγιόγλου 1999· στην ανθολογία αυτή ο επιμελητής εφαρμόζει σε όλα τα μη αρχαιόγλωσσα κείμενα (με την εξαίρεση ενός του Κοραή και ενός του Βηλαρά) ορθογραφική ενοποίηση με βάση την παλιά γραμματική Τριανταφυλλίδη -που σημαίνει λ.χ. ότι οι υποτακτικές ορθογραφούνται με -η χωρίς υπογεγραμμένη, -ωμεν, κλπ.-, καθώς και το μονοτονικό με κάποιες διαφοροποιήσεις - που δυστυχώς δεν καταγράφονται. Στην ανθολογία του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (βλ. Κεχαγιόγλου 2001) υιοθέτησε το μονοτονικό και τη σύγχρονη γραμματική αυτή τη φορά, κρατώντας όμως πολύ συχνότερα απ’ ό,τι μάλλον χρειάζεται «τη διακύμανση, τη μη απλούστευση ή την ετυμολογική αδιαφάνεια» (βλ. Κεχαγιόγλου 2001/1, 32). Κατέθεσε πάντως αρκετά αναλυτικά τις ορθογραφικές και τονικές αρχές που εφάρμοσε (βλ. Κεχαγιόγλου 2001/1, 30-36) κι αυτό, οπωσδήποτε, και ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς συνολικά ή όχι με τις αλλαγές που εισηγείται, είναι ένα θετικό βήμα, που θα πρέπει τουλάχιστον να ληφθεί υπόψη από τους υπόλοιπους μελετητές και να συζητηθεί.
[35] Από τις εκδόσεις «Ζήτρος» της Θεσσαλονίκης.
[36] Αυτές τις συμβάσεις θα ακολουθεί τόσο η έκδοση του Άνθους των Χαρίτων που ετοιμάζει η Στ. Κολιαδήμου όσο και η έκδοση της Πάλης του Ιωακείμ Κύπριου που ετοιμάζει ο υπογράφων (περιορίζομαι μόνο σε παραδείγματα εκδόσεων που αναγγέλθηκαν στο συνέδριο της Οξφόρδης).
[37] Βλ. Κριαράς 1969-1997.
[38] Παρουσίαση και κριτική των πρακτικών αυτών βλ. στο Κεχαγιόγλου 1993.
[39] Θα ήταν άδικο να μη διευκρινίσω εδώ ότι υπάρχουν και κάποιοι ξένοι εκδότες που ετοιμάζουν εκδόσεις δημωδών κειμένων στο μονοτονικό και με σύγχρονη ορθογραφική ενοποίηση, όπως λ.χ. ο D. Holton (βλ. Holton 1996· πρβλ. και Holton 1997) ή η B. Olsen (βλ. Olsen 1990· πρβλ. και Olsen 1994). Δεν αναφέρονται όμως στις «εξαιρέσεις» γιατί δε μας έχουν δώσει ακόμη συνολική έκδοση έργου.
[40] Οι Bakker-van Gemert στη νέα έκδοση της Θυσίας του Αβραάμ (βλ. Bakker και van Gemert 1996) αλλάζουν τη συντηρητική ορθογραφική τακτική που είχαν ακολουθήσει στην Ιστορία Βελισαρίου (βλ. Bakker και van Gemert 1988), προφανώς λαμβάνοντας υπόψη την κριτική του Κεχαγιόγλου (βλ. Κεχαγιόγλου 1993, 85), αλλά και τις απόψεις που είχε παλιότερα διατυπώσει ο Κριαράς (βλ. Κριαράς 1985)· έτσι, λ.χ. δε διακρίνουν «πια τους τύπους της οριστικής και της υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου» (βλ. Bakker και van Gemert 1996, 139, όπου και καταγραφή των βασικών ορθογραφικών συμβάσεων που εφαρμόζουν). Ωστόσο, δεν υιοθετούν το μονοτονικό, χωρίς να λένε γιατί (περιορίζονται στη δήλωση: «Δεν υιοθετήσαμε το μονοτονικό σύστημα, όπως προτείνει ο Κριαράς»· βλ. Bakker και van Gemert 1996, 139 σημ. 1).
[41] Είναι ίσως περίεργο που το όνομα του Eideneier περιλαμβάνεται σ’ αυτό τον κατάλογο, με δεδομένο ότι ο συγκεκριμένος μελετητής υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του μονοτονικού στις συζητήσεις που προηγήθηκαν της εφαρμογής του από την ελληνική πολιτεία και μάλιστα ήταν ένας από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, νεοελληνιστής του εξωτερικού που εφάρμοζε και δίδασκε στους φοιτητές του στην Κολωνία κάποιο είδος μονοτονικού από το 1976 ακόμη (βλ. πρόχειρα Eideneier 1979). Ωστόσο, ο Eideneier σε καμία από τις εκδόσεις δημωδών κειμένων που επιμελήθηκε «δε θεώρησε ότι ήταν επιτρεπτό να αποφασίσει υπέρ του μονοτονικού» για να το θέσω με τα δικά του λόγια (βλ. Eideneier 1991, 80).
[42] Στη νέα έκδοση του Διγενή (παραλλαγές G και Ε) η Jeffreys ακολουθεί δύο διαφορετικά συστήματα: «G is in a style appropriate to a text in the Byzantine koine while E is presented according to Triantafyllidis’ rules for modern demotic polytonic» (βλ. Jeffreys E. 1998, lix). Παρόλο που περισσότερες λεπτομέρειες για τις ορθογραφικές συμβάσεις δε δίνονται -πιθανόν για λόγους οικονομίας χώρου που επέβαλε ο εκδοτικός οίκος-, στην πράξη το «modern demotic polytonic» σύστημα που ακολουθήθηκε στο Ε εξακολουθεί να διακρίνει λ.χ. τους τύπους της οριστικής και της υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου, ενώ, όπως διαπιστώνουμε, το μονοτονικό δε συζητείται καν ως πιθανή εκδοτική επιλογή.
[43] Ο van Gemert (πρβλ. και σημ. 40) στην εισήγησή του στο Συμποσιόπουλο του Αμβούργου κάνει λόγο για «μεσαιωνική ορθογραφία» των κειμένων, η οποία μάλιστα, κατά την άποψή του, πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στις φιλολογικές όσο και στις επιστημονικές εκδόσεις (βλ. van Gemert 2001, 19). Η έννοια της «μεσαιωνικής» ορθογραφίας, για μένα τουλάχιστον, είναι εξαιρετικά ασαφής και χρειάζεται διευκρινίσεις (πόσο μάλλον όταν σε άλλο σημείο των πρακτικών της συνάντησης ο μελετητής φέρεται να δηλώνει ότι «η “μεσαιωνική ορθογραφία” δεν ταυτίζεται βέβαια με αυτήν των χειρογράφων» (βλ. Eideneier κ.ά. 2001, 213) - αυτό σημαίνει δηλαδή ότι θα πρέπει να την επινοήσουμε εμείς;). Η εικόνα που έχω εγώ, πάντως, είναι ότι πέρα από κάποιες συμβάσεις (όπως της βραχυγράφησης ή/και ξεχωριστής ορθογράφησης των προθέσεων σε σύνθετες λέξεις· για άλλα παραδείγματα βλ. σημ. 52) που, εξάλλου, ούτε παντού και πάντα τηρούνται ούτε και έχει κανένα νόημα να διατηρηθούν σε μια σύγχρονη έκδοση, δεν υπάρχει κανένα απολύτως σύστημα στις ορθογραφήσεις των γραμματικών ή λεξικών συστατικών των μορφημάτων, που θα μπορούσε να συγκροτεί την έννοια μιας συστηματικής «μεσαιωνικής» ορθογραφικής αντίληψης.
[44] Θεωρώ εκ προοιμίου ότι το τωρινό και πολύ περισσότερο το μελλοντικό αναγνωστικό κοινό αποτελείται στη συντριπτική του πλειοψηφία από Έλληνες ή ελληνομαθείς που γράφουν και διαβάζουν κείμενα ακολουθώντας αυτές τις συμβάσεις. Είναι ίσως χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι οι νέοι Έλληνες κάτω των 25 ετών δε διδάχτηκαν και πολύ περισσότερο δε χρησιμοποίησαν ποτέ για τη νεοελληνική γλώσσα το πολυτονικό και τις παλιότερες ορθογραφικές συμβάσεις.
[45] Η έλλειψη δηλαδή πολυτονικών στοιχείων, αλλά και οι διαφορετικές ανάγκες της δημοσιογραφίας – δε θα περιμένει βέβαια κανείς να έχουν φιλολογικές/εκδοτικές ανησυχίες και ευαισθησίες οι δημοσιογράφοι που θα χρησιμοποιήσουν ένα αρχαιοελληνικό απόφθεγμα ή δυο στίχους από το Σοφοκλή.
[46] Ταιριάζει ίσως να θυμίσω εδώ τη ρήση του μεγάλου Wilamowitz, που συχνά επικαλείται και ο Κριαράς· γιατί να σημειώνουμε εμείς αυτό [τους τόνους και τα πνεύματα δηλ.] που ποτέ κανένας αρχαίος Έλληνας δε σημείωσε;
[47] Βεβαίως ούτε αυτοί ήταν σίγουροι για το πώς ακριβώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά, αφού τους χώριζαν αρκετοί αιώνες από την περίοδο στην οποία ίσχυε ο προσωδιακός λόγος (εμείς συνήθως ξεχνάμε ότι ακόμη και το γραμματικό του 1ου αιώνα τον χώριζαν 4 περίπου αιώνες από την εποχή κατά την οποία η ελληνική ήταν ξεκάθαρα “tone language”).
[48] Το μονοτονικό που εφαρμόζουμε σήμερα αποδίδει με ακρίβεια τη γλωσσική πραγματικότητα στη γραφή, με ελάχιστες αποκλίσεις. Οι αποκλίσεις αυτές αφορούν κυρίως κάποιες δισύλλαβες λέξεις (λ.χ. κατά, μετά, παρά) που άλλοτε τονίζονται και άλλοτε όχι ή και που δεν τονίζονται ποτέ (από, ότι) και κάποιες μονοσύλλαβες (για μία συστηματική ανάλυση αυτών των προβλημάτων και μια «βελτιωτική» πρόταση του μονοτονικού βλ. Πετρούνιας 1984, 551-561 και 580-583· παρόμοιας σύλληψης φαίνεται να είναι και το «φωνοτονικό» της Bancroft-Marcus· βλ. πρόχειρα Bancroft-Marcus 1987, ενώ ανάλογες θέσεις έχει διατυπώσει στο παρελθόν και ο Eideneier· βλ. πρόχειρα Eideneier 1979). Ο λόγος για τον οποίο υιοθετήθηκε η αρχή να τονίζονται όλες οι δισύλλαβες λέξεις και να μην τονίζονται οι μονοσύλλαβες ήταν καθαρά πρακτικός: πρόκειται για κανόνα με καθολική ισχύ που διευκολύνει το χρήστη, γιατί μαθαίνεται εύκολα. Από κει και πέρα οι εξαιρέσεις περιορίστηκαν μόνο σε μονοσύλλαβες λέξεις που ως ομόγραφες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σύγχυση στον αναγνώστη. Οι εξαιρέσεις αυτές μπορούν να διευρυνθούν για να αντιμετωπίσουν τα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στα παλαιότερα κείμενα με βάση την ίδια λογική, δηλ. διάκριση ελάχιστων ζευγαριών ομόγραφων/τονισμένων-άτονων λέξεων ή/και μόνο σε περιπτώσεις που μπορεί να δημιουργηθεί σύγχυση.
[49] Θυμίζω απλώς ότι ο P. Maas, ξεκινώντας από τις ίδιες διαπιστώσεις, χρησιμοποιεί στις εκδόσεις και των λόγιων βυζαντινών κειμένων μόνο την οξεία. Το αν πρέπει και πώς πρέπει να εφαρμοστεί το μονοτονικό και στα λόγια κείμενα είναι όμως άλλο θέμα.
[50] Ο υποθετικός «πολυτονιστής» στον οποίο απαντάω εδώ σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με όλους τους εκδότες που ασπάζονται το πολυτονικό. Ανάμεσά τους υπάρχουν πολλοί σοβαροί επιστήμονες που δε θα κατέφευγαν ποτέ σε τέτοια επιχειρήματα. Προσπαθώ, όμως, να καλύψω όλες τις αντιρρήσεις που έχω ακούσει κατά καιρούς.
[51] Κατά την εύστοχη περιγραφή του Κεχαγιόγλου· βλ. Κεχαγιόγλου 1997, 68*.
[52] Τονίζω, πάντως, ότι ο τονικός και ορθογραφικός σάλος που θα δούμε στα συγκεκριμένα παραδείγματα αφορά πάρα πολλά χειρόγραφα και έντυπα δημωδών κειμένων και στην καλύτερη περίπτωση, σε κάποια από αυτά, μπορεί να πάρει απλώς τη μορφή πολλών τονικών και ορθογραφικών ασυνεπειών ή/και «ρετρό» ορθογραφήσεων (λ.χ. γραφή της αιτιατικής πληθυντικού των θηλυκών με -αις σαν να επρόκειτο για δοτική, γραφή όλων των ts, tz, κλπ., με τζ, κ.ο.κ.), που ούτως ή άλλως σε μια σύγχρονη έκδοση χρειάζονται ενοποίηση/ρύθμιση.
[53] Βλ. Ζώρας 1958, 20-22.
[54] Βλ. Αλεξίου και Αποσκίτη 1995, 19-31.
[55] Οι Αλεξίου-Αποσκίτη συμπληρώνουν ότι όλα αυτά «χαρακτηρίζουν την έκδοση πολύ περισσότερο από ό,τι σε άλλα βενετικά έντυπα» (βλ. Αλεξίου και Αποσκίτη 1995, 27). Αυτό είναι μια τελείως εμπειρική παρατήρηση που δεν μπορώ να κρίνω αν αληθεύει ή όχι, γιατί βέβαια ανάλογες μετρήσεις δεν έχουν γίνει. Ωστόσο, ακόμη κι αν είναι πράγματι περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως τα λάθη στον Κρητικό Πόλεμο, αυτό δε σημαίνει ότι τέτοια λάθη δε βρίσκουμε σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα βενετικά έντυπα. Αν είναι συνήθως λιγότερα ή εμφανίζουν περισσότερη συνέπεια, αυτό ασφαλώς οφείλεται στους διορθωτές, οι οποίοι ήταν καταρχήν επιφορτισμένοι με την επιμέλεια και διόρθωση των αρχαιοελληνικών κειμένων και γι’ αυτό προσέδιδαν μια κάποια «ομοιομορφία» και στα δημώδη κείμενα (για μία περίπτωση πολλαπλών επεμβάσεων βλ. Olsen 1994 και Κακλαμάνης 1997). Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το κείμενο της έκδοσης του 1681 το διόρθωσε ο ίδιος ο Τζάνες (οι Αλεξίου-Αποσκίτη, παρά την προσπάθειά τους να υποστηρίξουν ότι είναι απίθανο να ανατέθηκε στον ολιγογράμματο Τζάνε η διόρθωση του έργου (βλ. Αλεξίου και Αποσκίτη 1995, 26), αναγκάζονται και αυτοί να παραδεχτούν ότι «τα έβγαλαν πέρα όπως μπορούσαν οι τυπογράφοι και ο Μαρίνος μόνοι τους»· βλ. Αλεξίου και Αποσκίτη 1995, 27). Από αυτή την άποψη το έντυπο κείμενο του 1681 θα μπορούσε να θεωρηθεί «ωσεί αυτόγραφο» και ασφαλώς, με τα πολλά λάθη που περιέχει, ενισχύει τις παρατηρήσεις που διατυπώνω παρακάτω για τα αυτόγραφα έργα του 17ου αιώνα που μας έχουν σωθεί.
[56] Βλ. Κεχαγιόγλου 1997, 64*-107*.
[57] Βλ. Κεχαγιόγλου 1997, 64*-82*.
[58] Είναι γενικά γνωστό ότι ο τόνος είναι ένα γνώρισμα διαφόρων γλωσσών στο οποίο σχετικά αργά δόθηκε προσοχή και γι’ αυτό δε σημειώνεται στις περισσότερες γλώσσες, ακόμα και σε αυτές όπου επιτελεί διακριτική λειτουργία και όπου, επομένως, θα ήταν αναγκαίο να σημειώνεται· βλ. Πετρούνιας 1984, 537-562.
[59] Βλ. Καψωμένος 1985, 47.
[60] Αναφέρομαι λ.χ. στις καταλήξεις παρατατικού των συνηρημένων ρημάτων (εκράτειες, εμίλειε, κ.ο.κ.) και σε τέτοιου είδους στοιχεία της γλώσσας που δεν επιβίωσαν στις μέρες μας.
[61] Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως όλα τα επιχειρήματα κατά του μονοτονικού που αναφέρω σ’ αυτό το άρθρο, ενώ τα έχω ακούσει κατά καιρούς από διάφορους, δεν έχουν ποτέ, απ’ όσο γνωρίζω, δημοσιευτεί. Μόνη εξαίρεση το άρθρο Ηλιού 2000, για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω.
[62] Εξάλλου, «για μερικά από τα ειδικότερα αυτά χαρακτηριστικά, που δύσκολα θα μπορούσαν όλα να αποδοθούν σε απαιδευσιά, αδεξιότητα ή “γραφική συνήθεια” (usus scribendi) του γραφέα, [θα μπορούσαν] να προταθούν οι ακόλουθες εναλλακτικές ή και συνδυαστικές ερμηνευτικές δυνατότητες: επίδραση της “εσωτερικής υπαγόρευσης” και του προφορικού λόγου, πιθανή διγλωσσία (ή πολυγλωσσία) του συγγραφέα του αρχικού κειμένου (ή και του γραφέα του χφ), ενδεχόμενη επίδραση από χειρόγραφο πρότυπο γραμμένο σε (γενικά άτονο) λατινικό αλφάβητο, δηλαδή από χφ “γραικολατινικό”/“φραγκοχιώτικο”» (βλ. Κεχαγιόγλου 1997, 66*). Ήδη όμως με τις παρατηρήσεις αυτές μπαίνουμε σε ειδικότερα προβλήματα που δεν μπορούν να εξεταστούν εδώ.
[63] Εδώ θα ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς τι συμβαίνει με αντιγραφείς γνωστούς από αλλού και κατά τεκμήριο «εγγράμματους» που αντιγράφουν και λόγια και δημώδη κείμενα· να παρατηρήσει λ.χ. πόσες αλλαγές και τι είδους αλλαγές επιφέρουν στα κείμενα, πόσα «λάθη» εξακολουθούν να κάνουν, κλπ. Δυστυχώς, αυτού του είδους οι έλεγχοι μόλις πρόσφατα άρχισαν να απασχολούν την έρευνα (βλ. πρόχειρα Κακλαμάνης 1997 και 2001· ιδιαίτερα χρήσιμη από αυτή την άποψη ήταν και η ανακοίνωση του Ν. Τουφεξή στο συνέδριο της Οξφόρδης με θέμα «Αντιγράφοντας δημώδη κείμενα το 15ο αιώνα. Το παράδειγμα του γραφέα Νικολάου Αγιομνήτη»).
[64] Εννοείται πως στην επόμενη περίοδο τα αυτόγραφα χειρόγραφα αυξάνονται. Θα ήταν χρήσιμο να σημειωθούν επίσης εδώ και τα «ωσεί αυτόγραφα» έντυπα, όπως το έντυπο του 1681 του Κρητικού Πολέμου του Μπουνιαλή (γι’ αυτό και άλλες ανάλογες περιπτώσεις βλ. Κακλαμάνης 2001, 116-118).
[65] Στην ίδια περίοδο υπάρχουν και άλλα αυτόγραφα έργα· για κάποια από αυτά η έρευνα δεν έχει αποφανθεί κατηγορηματικά, είναι, όμως, σχεδόν βέβαιο ότι είναι αυτόγραφα (τέτοια είναι η περίπτωση έργων του Αγάπιου Λάνδου· βλ. Κωστούλα 1991, 28 σημ. 44 και Τσαβαρή 1992, 19), ενώ κάποια άλλα παραμένουν, δυστυχώς, εντελώς αδιερεύνητα (έργα του Νεόφυτου Ροδινού λ.χ.). Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις έργων που γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι είναι αυτόγραφα, όπως ο Θρήνος της Θεοτόκου του Ιωάννη Πλουσιαδηνού (βλ. Βασιλείου 1980· ευχαριστώ το W. Bakker που μου το υπενθύμισε) και η δημώδης μετάφραση της μυθιστορίας Βαρλαάμ και Ιωάσαφ από το Νικηφόρο Βενετζά (βλ. Τσαβαρή 1992). Και αν ο Θρήνος του Πλουσιαδηνού αποτελεί από πολλές απόψεις μια εξαίρεση και δε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων -αν μη τι άλλο λόγω της έκτασής του (δύο φύλλα χειρογράφου)-, η εκτενής μετάφραση Βενετζά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της έρευνας αυτής, όμως η σύγχρονη έκδοσή της δεν παρέχει ξεκάθαρη εικόνα για τα γραφικά της χαρακτηριστικά. Η παρατήρηση, πάντως, της εκδότριας ότι «τα ορθογραφικά λάθη [που απαντούν στο χειρόγραφο] είναι πολυάριθμα και ποικίλα» (βλ. Τσαβαρή 1992, 19) μου επιτρέπει να υποθέσω ότι η εξέταση και αυτού του αυτογράφου απλώς θα επιβεβαίωνε την οικεία και γενική εικόνα του τονικού και ορθογραφικού σάλου.
[66] Βλ. Vincent 1980.
[67] Ο τίτλος αυτός είναι συμβατικός (το έργο έχει σωθεί μόνο σε έναν ακέφαλο κώδικα και έτσι δε γνωρίζουμε τον πραγματικό τίτλο του) και ανήκει στο νεότερο εκδότη P. Odorico (βλ. Odorico, κ.ά. 1996).
[68] Το έργο είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία ως το τρίτο εκτενές δημώδες ποίημα για τον τουρκοβενετικό πόλεμο των ετών 1645-1669 (βλ. Κριαράς 1962). Εδώ δίνω τον πραγματικό του τίτλο.
[69] Για τα δύο πρώτα βλ. τις εισαγωγές των εκδόσεών τους (δηλ. Vincent 1980 και Odorico, κ.ά. 1996). Για το τρίτο βλ. Κριαράς 1962 και T. Καπλάνης, «Towards a critical edition of Ioakeim Kyprios’ Struggle», στον υπό έκδοση τόμο των πρακτικών του συνεδρίου της Οξφόρδης.
[70] Βλ. Odorico, κ.ά. 1996. Στην έκδοση αυτή ο επιμελητής ακολουθεί τις συμβάσεις του «ιστορικού» τονισμού, της «αρχαϊστικής» ορθογράφησης και την τακτική των σιωπηρών διορθώσεων -ακόμη κι έτσι όμως το κριτικό υπόμνημα δίνει συχνά αρκετά ξεκάθαρη εικόνα των γραφικών χαρακτηριστικών του χειρογράφου-, ενώ τουλάχιστον ένα από τα κείμενα που συνοδεύουν την έκδοση (του Καραναστάση) έχει τυπωθεί με λάθη και παραλείψεις. Ελπίζω ότι ο Τ. Καραναστάσης, που έχει εδώ και καιρό αναλάβει την έκδοση του έργου, θα τη δώσει στη δημοσιότητα με συγχρονισμένη ορθογραφία.
[71] Ο παπα-Συναδινός, σύμφωνα με τα όσα λέει στο Χρονικό του, έμαθε τα «κοινά γράμματα», γραφή δηλαδή και ανάγνωση, αλλά αργότερα παρακολούθησε και ένα «μέσο κύκλο σπουδών» της εποχής της τουρκοκρατίας - ανώτερο από τα «κοινά γράμματα» και κατώτερο σε σχέση με τα επιστημονικά και φιλοσοφικά μαθήματα (για περισσότερα στοιχεία βλ. Καραναστάσης 1996, 341-342). Παράλληλα, φαίνεται πως ήταν εξοικειωμένος με τα λαϊκά λογοτεχνικά βιβλία της εποχής του (ξέρει και αντιγράφει την Ιστορία των κατά την Ουγγροβλαχίαν τελεσθέντων του Ματθαίου Μυρέων, αναφέρει το Χρονογράφο). Και φυσικά εξ επαγγέλματος ήταν εξοικειωμένος με την εκκλησιαστική γραμματεία, κάτι που ισχύει και για τον αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Κύπριο τον Καντσελλιέρη, που δε μας δίνει πολλά στοιχεία για τη μόρφωσή του, είναι όμως βέβαιο ότι ήταν έμπειρος γραφέας, αλλά και συγγραφέας -όπως μου επέτρεψε να διαπιστώσω πρόσφατη αυτοψία του κώδικα ΜΠΤ 27 στην ΕΒΕ, στην Αθήνα- ενός ακόμη, συμπιληματικού αυτή τη φορά, έργου, με τίτλο Μερικά απανθίσματα εκ της θείας Γραφής και των πατέρων της εκκλησίας, ιεροκήρυξι συμβάλλοντα και τοις πνευματικοίς. Τέλος, ας σημειωθεί ότι πρέπει να γνώριζε καλά τουρκικά και ιταλικά/βενετικά, όπως τουλάχιστον πιστοποιούν τα πολλά δάνεια (λέξεις, φράσεις, στίχοι ακόμη) που απαντούν στο κείμενο της Πάλης.
[72] Βλ. Vincent 1967, 1968 και 1980.
[73] Βλ. Vincent 1997, 137: «Η μόρφωση του Φόσκολου ήταν η συνηθισμένη για έναν άνθρωπο της κοινωνικής του θέσης. Είχε μάθει ιταλικά και κάποια λατινικά και είχε τουλάχιστον μια επιφανειακή γνώση των κλασικών γραμμάτων και της νομικής. Γνώριζε, ασφαλώς, έργα του ιταλικού θεάτρου και, ίσως, την αφηγηματική ποίηση του Ariosto. Όμως εξίσου σημαντικό μέρος της παιδείας του αποτελούσε η ελληνική λογοτεχνία της Κρήτης, γραπτή και προφορική. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ένα από τα τρία σωζόμενα χειρόγραφα της Ερωφίλης είναι από το χέρι του Φόσκολου».
[74] Εκτός από τον αυτόγραφο Φορτουνάτο του Φόσκολου (βλ. Vincent 1980) και το αντίγραφό του της Ερωφίλης (βλ. Vincent 1970), βλ. επίσης το «σημαντικό Νανιανό χειρόγραφο (Marc. gr. XI. 19 (1394)) της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας, ένα χειρόγραφο που περιέχει, εκτός από διάφορα θρησκευτικά κείμενα, μεγάλο μέρος της κρητικής θεατρικής παραγωγής και άλλα κρητικά κείμενα» (Bakker και van Gemert 1996, 15 και σημ. 1, όπου και βιβλιογραφία).
[75] Τα παραδείγματα αυτά αποτελούν ελάχιστο δείγμα των αδιέξοδων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κάθε είδους «πολυτονιστές» και φυσικά και οι εκδότες που υιοθετούν τον «ιστορικό» τονισμό. Ο Τριανταφυλλίδης αναφέρεται συχνά στο έργο του στα προβλήματα αυτά· εδώ πρόχειρα θα παραθέσω λίγα μόνο επιπλέον παραδείγματα από την κατάθεσή του στη «Δίκη των τόνων» (βλ. Η δίκη των τόνων (η πειθαρχική δίωξις του καθηγ. Ι. Θ. Κακριδή), Αθήνα 21982, 130-131): «Λέξεις καθώς πε~ινα, κλπ. σχηματίζουν σήμερα τη γενική σε -ας και όχι σε -ης, ώστε δεν μπορούμε να επικαλεστούμε αυτό (όπως είχε γίνει παλιότερα) για να δικαιολογηθεί η περισπωμένη. Επίσης η γυνα~ικα, η προ~ικα, η χ~ηνα, κλπ. έπαυσαν να είναι τριτόκλιτα περιττοσύλλαβα, ώστε να δικαιολογηθεί ο τονισμός τους από το α βραχύ της παλιάς αιτιατικής. Και πλάι σ’ αυτά η νέα γλώσσα έχει πλήθος θηλυκά, αρχαία και νεότερα, χελωνα, καμηλα, πορφύρα, πλημμύρα, λύρα, τρυπα, μ~αζα, προβατινα, [Αρτοτινα, Μπουμπουλινα, Νινα, παλαίστρα,... σκαλα, πατατα, ντοματα και τους πληθυντικούς δ~ινες, ε[υθ~υνες, #υλες, ν~ικες, ζ~υμες, λ~υπες, κλπ. Όλα αυτά είναι αδύνατο να ορθογραφηθούν με τρόπο που να μένομε πιστοί στην αρχαία ορθογραφία των παλιών λέξεων, αν πρόκειται να διατυπώσομε κάποιο πρακτικό κανόνα που να μπορεί ν’ απομνημονευτεί και να μην καταλήγει σε απαρίθμηση από ατελείωτες εξαιρέσεις και παραεξαιρέσεις. Ανάλογες είναι οι δυσκολίες που έχομε με τα ουδέτερα σε -ι, όταν το λογαριάζομε βραχύ: [αλε~υρι, αλλά και παραμ~υθι, γεφ~υρι, προζ~υμι, φρ~υδι, σπουργ~ιτι – λαβρ~ακι, αλλά α[υλάκι – μαξιλ~αρι, αλλά πετεινάρι – μανου~αλι, αλλά στραγάλι – κρεβ~ατι, αλλά παλάτι – δικρ~ανι, αλλά δρεπάνι, κλπ. Πόσο δύσκολα είναι όλα αυτά για μας το βεβαιώνουν οι περιπέτειες που είχε η Ακαδημία σε κάθε νέα έκδοση των Ορθογραφικών της Διαγραμμάτων: ποτήρι στα 1930, αλλά ποτ~ηρι και παραμ~υθι στα 1933, και πάλι ποτήρι στα 1935· προβατ~ινα, αλλά [αξίνα, [ Αρτοτίνα, Βυτίνα (1930) – [αραπ~ινα, ρουτ~ινα, [Αρτοτ~ινα, Βυτ~ινα, ίσως και Ν~ινα, Κ~ινα (1933) – προβατ~ινα, αλλά [αξίνα, [Αρτοτίνα, κλπ. (1935)· πρωτευου-σι~ανος, αλλά Μουσουλμάνος – βασιλιάς, αλλά α[υγουλ~ας, ψαρ~αδες και μανν~αδες (1930), αλλά και [οκάδες, πρασινάδες (1933), αλλά με περισπωμένη τα αρσενικά, λ.χ. ψωμ~αδες, ψαρ~αδες. Η διάκριση του τονισμού στο βασιλιάς αλλά παπ~ας, οι [οκάδες αλλά οι ψωμ~αδες διατηρήθηκε και με το τελευταίο Ορθογραφικό Διάγραμμα της Ακαδημίας του 1935 που ισχύει ως σήμερα [14/06/1942]… Νομίζω πως παραδείγματα καθώς αυτά, που βασάνισαν άδικα και την Ακαδημία μας, αφού δεν υπάρχει λύση, βεβαιώνουν καλύτερα από κάθε άλλο την ανυπόφορη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με το τονικό μας σύστημα, όταν πρόκειται να το διδάξομε στα παιδιά μας. Γι’ αυτό όσοι το μελέτησαν ένιωσαν πως δεν υπάρχει άλλη λύση από την τονική απλοποίηση».
[76] Και εδώ αναφέρομαι στη νέα, γενικά περιγραφική και όχι τόσο ρυθμιστική, γραμματική των D. Holton, P. Mackridge και Ει. Φιλιππάκη-Warburton (βλ. Holton, κ.ά. 1999).
[77] Βλ. Αγαπητός 1998, 17.
[78] Βλ. παραπάνω σ. 20 και σημ. 75.
[79] Σε κάθε άλλη περίπτωση, απαιτείται πολύμηνη ή και πολύχρονη ειδική επεξεργασία από τον εκδότη. Γενικά για τις δυνατότητες που προσφέρουν σήμερα οι υπολογιστές στους εκδότες βλ. Τουφεξής 2001.
[80] Οι εταιρείες παραγωγής λογισμικού -που είναι βέβαια εμπορικές επιχειρήσεις- και στην Ελλάδα και, πολύ περισσότερο, στο εξωτερικό δεν ενδιαφέρονται για τη, συνήθως χρονοβόρα, παραγωγή προγραμμάτων που έχουν ελάχιστο αγοραστικό κοινό.
[81] Ας μη βιαστεί, λοιπόν, κανείς να με κατηγορήσει ότι προτείνω τη χρήση του μονοτονικού μόνο και μόνο γιατί δεν υπάρχει η κατάλληλη τεχνολογία που να υποστηρίζει με επάρκεια το πολυτονικό (όπως συχνά ακούω κάποιους να λένε ότι το μονοτονικό επιβλήθηκε μόνο και μόνο γιατί απάλλαξε τους δακτυλογράφους από κάποια παραπανίσια πλήκτρα στις γραφομηχανές, μειώνοντας έτσι το χρόνο και το κόστος που απαιτούνταν για την πληκτρολόγηση των κειμένων!). Η τεχνολογία, το κόστος, κλπ. είναι δευτερεύοντες παράγοντες, που λαμβάνονται υπόψη μόνο και εφόσον συντρέχουν και άλλοι, καθαρά επιστημονικοί και θεωρητικοί λόγοι.
[82] Όπως σωστά τη χαρακτηρίζει ο Κεχαγιόγλου· βλ. Κεχαγιόγλου 1999/1, 16.
[83] Βλ. Παναγιωτάκης 1993β, 249.
[84] Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στη σημερινή «πολιτικά ορθή» εποχή μας πληθαίνουν, έστω και όψιμα στην Ελλάδα, οι μελέτες με φεμινιστικό προσανατολισμό και γενικά οι γυναικείες σπουδές ή οι προσεγγίσεις που αφορούν την εικόνα του Άλλου, τη διαμόρφωση της ταυτότητας και της ετερότητας, της εθνικής συνείδησης, κ.ο.κ.
[85] Βλ. Ηλιού 2000.
[86] Αυτή ήταν η οπτική του 19ου αιώνα, που έβλεπε στη δημώδη λογοτεχνία μνημειακό γλωσσικό χαρακτήρα και μόνο (βλ. λ.χ. τίτλους όπως Εκλογή μνημείων της νεωτέρας ελληνικής γλώσσης του Μαυροφρύδη), και είναι βέβαια σήμερα παρωχημένη.
[87] Βλ. Ηλιού 2000, 6. Η ιστορική διάσταση της γραφής είναι ένα φαινόμενο που ενδιαφέρει (ή θα έπρεπε να ενδιαφέρει) κάποιους ειδικούς επιστήμονες - και τυχαίνει να συγκαταλέγομαι ανάμεσά τους. Όμως και γι’ αυτό υπάρχουν λύσεις: αρκεί να βρεθεί κάποιος φορέας και να χρηματοδοτήσει μια σειρά φωτοαναστατικών εκδόσεων, με όποιους κινδύνους μπορεί αυτό να συνεπάγεται (βλ. παραπάνω σ. 9).
[88] Βλ. Moennig 2001, 208.