Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Η Λαϊκη Λογοτεχνία στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Η Λαϊκη Λογοτεχνία στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση:
Ένα Παράδειγμα από την Κύπρο
του Τάσου Α. Καπλάνη

Ανακοίνωση στο 1. Διεθνές Εκπαιδευτικό Συνέδριο "Λαϊκός Πολιτισμός και Εκπαίδευση" που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων & του I.O.V N.G.O. της UNESCO (Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας, Βόλος, 29 Σεπτεμβρίου - 1 Οκτωβρίου 2006)

Εκδόθηκε ηλεκτρονικά στα πρακτικά του συνεδρίου


Περίληψη: Τι ακριβώς είναι η «λαϊκή λογοτεχνία»; Πώς ορίζεται η «λαϊκότητά» της και κυρίως πώς ορίζεται η «λογοτεχνικότητά» της; Στο πλαίσιο μαθήματος με τίτλο «Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία» που διδάχθηκε στο Τμήμα Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2004-5 και που μεταξύ άλλων στόχευε στην εξοικείωση των φοιτητών με θεωρητικά ζητήματα των λογοτεχνικών σπουδών, όπως τα παραπάνω, η γνωριμία με το ζωντανό λαϊκό πολιτισμό επιτεύχθηκε μέσω της καταγραφής και παρουσίασης αυθεντικών λαϊκών αφηγήσεων που επιχείρησαν οι ίδιοι οι φοιτητές. Στην παρούσα ανακοίνωση καταγράφεται μέρος του θεωρητικού προβληματισμού και των ζητημάτων που μας απασχόλησαν στο μάθημα, παρουσιάζεται το πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάστηκαν οι φοιτητές και επισημαίνονται ενδεικτικά κάποια από τα αποτελέσματα, αλλά και τα πολλαπλά οφέλη που αποκόμισαν οι ίδιοι οι φοιτητές από την ενασχόλησή τους με τη λαϊκή παράδοση, τόσο σε επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης όσο και σε επίπεδο προσωπικής καλλιέργειας και αυτοσυνείδησης.


Abstract: How does one define ‘folk’ in ‘folklore’ or ‘literature’ in ‘popular literature’? An ‘Introduction to Modern Greek Literature’ that I taught at the Department of Education of the University of Cyprus during the first semester of the academic year 2004-5 partly aimed at familiarizing students with theoretical questions of this kind. The course also gave them the opportunity to acquaint themselves with folk literature and culture via the presentation in the classroom of original folk narratives that they had collected as part of a course assignment. In my paper I discuss some of the theoretical questions that arose in the classroom with regard to the nature of literature, I present the terms and restrictions that applied to the student assignments and I pinpoint the benefits of the whole procedure for all the students as regards both their professional formation and their personal cultivation and self-consciousness.



«Ο ‘λαός’ της λαογραφίας είναι μια έννοια που επανειλημμένα έχει συζητηθεί, χωρίς να διατυπώνεται, στις περισσότερες περιπτώσεις ένας ικανοποιητικός ορισμός», σημείωνε πριν από 20 σχεδόν χρόνια στο ενδιαφέρον δοκίμιό του «Τι είναι λαϊκή λογοτεχνία» ο Μιχάλης Μερακλής. Και συνέχιζε: «Οπωσδήποτε λέγοντας λαϊκή λογοτεχνία εννοούμε τα λογοτεχνικά εκείνα είδη που γνώρισαν και παρήγαγαν οι αγρότες στα πλαίσια της χωριάτικης κοινότητας ως τα τέλη περίπου του περασμένου [= 19ου] αιώνα και επίσης τα είδη που απευθύνονταν σ’ ένα κοινό (χωρίς και να παράγονται από το ίδιο) που το αποτελούσαν, εκτός από τους αγρότες, και τα κατώτερα λαϊκά στρώματα του αστικού χώρου, της πόλης».[1] Ήδη όμως από το 1965 ο Alan Dundes σε εισαγωγικό του σημείωμα στο The Study of Folklore σημείωνε σε σχέση με το folklore (την αντίστοιχη στα αγγλικά έννοια της «λαογραφίας» ή καλύτερα εδώ της «λαϊκής παράδοσης») ότι «η έννοια του ‘λαού’ μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων που μοιράζονται ένα τουλάχιστον κοινό στοιχείο, [όπως] μια κοινή απασχόληση ή μια γλώσσα ή μια θρησκεία».[2] Με άλλα λόγια ο Dundes υπογράμμιζε ήδη τότε ότι όλοι μπορούν να «έχουν παράδοση (folklore) και όχι μόνο οι αγράμματοι, οι απαίδευτοι, οι αγρότες, οι γέροι και περιθωριοποιημένοι»[3] ή, όπως το είχε θέσει παλιότερα (1976) ο ίδιος ο Μερακλής, «λαογραφία και λαϊκός πολιτισμός με μόνη την αγροτική τάξη είναι κάτι αδιανόητο».[4]

Από τότε που διατύπωνε ο Μερακλής την κρίση αυτή, έχει βέβαια κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της λαογραφίας, χάρη κυρίως στην ανάπτυξη της λεγόμενης «εθνογραφικής» μεθόδου προσέγγισης[5] και στο έργο αμερικανών κυρίως λαογράφων, όπως ο Dan Ben-Amos, o Richard Bauman, o Kenneth Goldstein, κ.ά.,[6] που έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στα συμφραζόμενα της λαϊκής αφήγησης, στην performance/παράστασή της και στους αφηγητές της. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η «εθνογραφική» μέθοδος βοήθησε να διαλυθούν αρκετές προκαταλήψεις γύρω από τη λαϊκή λογοτεχνία και είναι σημαντικό κατά τη γνώμη μου το γεγονός ότι μπορούμε να διακρίνουμε τη γόνιμη επίδρασή της και στο έργο νεότερων ελλήνων λαογράφων. Χαρακτηριστικά αναφέρω το έργο της Μαριάνθης Καπλάνογλου (2002) για το παραμύθι, στο οποίο με παρρησία και ενάργεια διατυπώνονται μερικές αλήθειες σχετικά με τη λαϊκή λογοτεχνία που αξίζει να προσεχθούν. Έτσι, η Καπλάνογλου σημειώνει ότι «η προφορική λογοτεχνία δεν είναι μια αυθόρμητη δημιουργία του λαού, που αναπαράγει την προγονική κληρονομιά ως ένα ενιαίο, ευρύ και αδιαφοροποίητο σώμα»[7] και επεξηγεί με όρους της εθνογραφικής προσέγγισης τους παράγοντες που επηρεάζουν τη δημιουργία και τη διάδοση του παραμυθιού.[8] Ή, αλλού, επισημαίνει ότι «η διχαστική διάκριση μεταξύ προφορικού και γραπτού (έντυπου), μεταξύ επώνυμου και ανώνυμου έργου δε στέκει πια» και τονίζει ότι «οι ανταλλαγές ανάμεσα στον προφορικό και στο γραπτό λόγο είναι συνεχείς».[9] Με όλα αυτά, η Καπλάνογλου υπογραμμίζει ουσιαστικά ότι αυτό που ονομάζουμε «παραμύθι» και ευρύτερα, θα έλεγα εγώ, «λαϊκή λογοτεχνία» και «παράδοση» δεν είναι κάτι στατικό και ακινητοποιημένο στο χρόνο, αλλά αντίθετα κάτι δυναμικό και διαρκώς μετασχηματιζόμενο – είναι άλλωστε γνωστό ότι χρειάζονται όλο κι όλο δυο γενιές για να θεωρηθεί κάτι «παραδοσιακό».[10]

Η Καπλάνογλου ως λαογράφος εστιάζει την έρευνά της στο παρόν, ενώ το ιστορικό βάθος της έρευνας αυτής πηγαίνει ως είθισται μέχρι τα χρόνια του Διαφωτισμού, δηλαδή μέχρι το τέλος του 18ου, αλλά κυρίως μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα,[11] χρονικό σημείο που αποτελεί το καταληκτήριο σημείο των δικών μου ερευνητικών αναζητήσεων, αφού ως νεοελληνιστής ειδικευμένος στα πρώιμα νεοελληνικά κείμενα ασχολούμαι κατά κανόνα με τη δημώδη λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου από το 12ο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Και βρίσκομαι σήμερα εδώ για να μοιραστώ μαζί σας, αφενός τους προβληματισμούς μου για τη φύση της λαϊκής λογοτεχνίας (που σε πολλά σημεία, όπως θα διαπιστωθεί, συγκλίνουν με αυτούς ενός λαογράφου) και, αφετέρου την εμπειρία μου από τη διδασκαλία της λαϊκής λογοτεχνίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και πιο συγκεκριμένα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπου υπηρετώ ως λέκτορας της νεοελληνικής φιλολογίας από το 2004. Στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, λοιπόν, μεταξύ άλλων, διδάσκω το μάθημα «Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία», το οποίο απευθύνεται σε πρωτοετείς φοιτητές του Τμήματος Επιστημών Αγωγής όλων των ειδικοτήτων (δημοτικής και προδημοτικής εκπαίδευσης). Το πρώτο μέρος του μαθήματος αυτού (10 παραδόσεις) αποτελεί ουσιαστικά μια «Εισαγωγή στη λογοτεχνία», στην οποία επιχειρείται να διερευνηθεί η ιδιαίτερη φύση των λογοτεχνικών κειμένων. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται η σχέση της λογοτεχνίας με τη γραμματεία, αλλά και η σχέση των λογοτεχνικών κειμένων με τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την παραγωγή, τη διάδοση, αλλά και τη «λογοτεχνικότητά» τους (συγγραφείς, αναγνώστες, αντικείμενα αναφοράς, ιστορία, κριτική). Πριν αναφερθώ συγκεκριμένα σε ένα διδακτικό πείραμα που επιχείρησα το χειμερινό εξάμηνο του ακ. έτους 2004-2005 και που δείχνει πώς η ζωντανή λαϊκή παράδοση μπορεί να ενταχθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στο πλαίσιο μάλιστα θεωρητικότερων αναζητήσεων, χωρίς να αποτελεί η ίδια το αποκλειστικό αντικείμενο ενός συγκεκριμένου κύκλου διδασκαλίας (λ.χ. Εισαγωγή στη λαογραφία ή στο δημοτικό τραγούδι, κοκ.), θα προσπαθήσω να σας εντάξω στο κλίμα του προβληματισμού που επικρατεί στις παραδόσεις μου, κυρίως σε ό,τι αφορά την έννοια της «λογοτεχνικότητας» γενικά και της «λογοτεχνικότητας» της «λαϊκής λογοτεχνίας» ειδικότερα.

Είναι η «λαϊκή λογοτεχνία» λογοτεχνία; Αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα στα οποία οι φοιτητές και οι φοιτήτριες δυσκολεύονται εξαιρετικά να απαντήσουν, πρωτίστως γιατί αγνοούν μία βασική μεθοδολογική αρχή: ότι για να μπορέσει κανείς να αποφασίσει για οτιδήποτε και να προβεί σε αξιολογήσεις, θα πρέπει προηγουμένως να έχει αποφασίσει ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η αξιολόγηση. Στην περίπτωση της «λαϊκής λογοτεχνίας» βέβαια, τα πράγματα είναι αρκετά πολύπλοκα. Κι αυτό όχι τόσο σε ό,τι αφορά το πρώτο συστατικό της, τη «λαϊκότητα» (που κι εκεί, όπως ήδη είδαμε, τα πράγματα δεν είναι διόλου ξεκάθαρα),[12] αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά το δεύτερο, τη «λογοτεχνικότητα» δηλαδή. Μιλώντας πάντως για τα κείμενα της ειδικότητάς μου, θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι είναι όλα «λαϊκά» τουλάχιστον από την άποψη της γλώσσας που χρησιμοποιούν (σε αντίθεση προς τα «λόγια»/αρχαΐζοντα κείμενα της περιόδου), ενώ συχνά μπορούν να θεωρηθούν «λαϊκά» και σε σχέση με άλλες παραμέτρους (λ.χ. ως προς την προέλευση, όταν έχουμε να κάνουμε με λαϊκούς στην καταγωγή ποιητές ή ως προς τη διάδοση, όταν έχουμε να κάνουμε με ευρείας απήχησης κείμενα, κοκ.). Σε ό,τι αφορά τη «λογοτεχνικότητά» τους τώρα, θα πρέπει να θεωρηθεί εξαρχής δεδομένο ότι τα περισσότερα κείμενα της πρώιμης νεοελληνικής περιόδου πόρρω απέχουν από τα κριτήρια «λογοτεχνικότητας» που εμείς σήμερα εφαρμόζουμε ή αποδεχόμαστε για τη σύγχρονή μας λογοτεχνία, όπως είναι λ.χ. η πρωτοτυπία, η επωνυμία και η πνευματική ιδιοκτησία.

Εξηγούμαι: οι συγγραφείς της πρώιμης νεοελληνικής περιόδου αγνοούσαν την –πολύ νεότερη– έννοια των «πνευματικών δικαιωμάτων» και οι περισσότεροι από αυτούς δε θεωρούσαν έγκλημα την οικειοποίηση ιδεών που είχαν διατυπώσει πρωτύτερα άλλοι. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε όλη την πρώιμη νεοελληνική περίοδο απαντά μεγάλος αριθμός «λογοκλοπών» -όπως θα τις χαρακτηρίζαμε σήμερα-, που συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι οι συγγραφείς πιθανότατα αισθάνονταν υποχρεωμένοι να πράξουν με αυτό τον τρόπο, αφού φαίνεται πως αντιλαμβάνονταν τις ιδέες των άλλων ως ένα είδος συλλογικής και κοινής γνώσης, στην οποία ο καθένας έπρεπε να αισθάνεται ελεύθερος να παραπέμπει ή ακόμη και να την παραθέτει αυτολεξεί στο έργο του. Αν δεν το αποδεχτούμε αυτό, είναι αδύνατον να κατανοήσουμε γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ολόκληρα κεφάλαια, κάποτε ακόμη και με ολόκληρα έργα, που «αντιγράφονται» από «επώνυμους» συγγραφείς σχεδόν αυτούσια, χωρίς να δηλώνεται η προέλευσή τους, ενώ, αντίθετα, παρουσιάζονται ως μέρος του έργου του «επώνυμου» συγγραφέα-«αντιγραφέα».[13] Παρόμοια λογική φαίνεται να διέπει και τα εκατοντάδες έργα που παραδίδονται ανώνυμα στα χειρόγραφα της περιόδου: είναι προφανές ότι οι (αντι)γραφείς τους θεωρούσαν σημαντικότερο να καταγράψουν τις ιδέες που διατυπώνονταν στα κείμενα που αντέγραφαν παρά το όνομα του συγγραφέα τους. Η «ανωνυμία», λοιπόν, ιδωμένη από αυτή τη σκοπιά, πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωμα του τρόπου αντιγραφής και παράδοσης των κειμένων (στη συγκεκριμένη περίοδο τουλάχιστον),[14] πράγμα που σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει συνθήκη ικανή και αναγκαία για τον καθορισμό της καλούμενης «προσωπικής» δημιουργίας. Μερικά από τα σημαντικότερα κείμενα της περιόδου, από το Διγενή Ακρίτη και το Λίβιστρο μέχρι τη Θυσία του Αβραάμ και την Αληθή ιστορία (ή Ανώνυμο του 1789, όπως τον είχε βαφτίσει η παλιότερη έρευνα), μας έχουν παραδοθεί ανώνυμα, αλλά αυτό δεν τα κάνει λιγότερο «προσωπικά». Όπως άλλωστε το έχει επισημάνει ήδη η έρευνα, οι συγγραφείς μπορούν να μας μιλούν μέσα από τα έργα τους με το όνομά τους, έστω κι αν είναι «ανώνυμοι».[15]

Από την άλλη πλευρά, ένα άλλο χαρακτηριστικό του τρόπου αντιγραφής και παράδοσης πολλών κειμένων της πρώιμης νεοελληνικής γραμματείας είναι η διασκευή. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα δημοτικά τραγούδια, για πολλά πρώιμα νεοελληνικά κείμενα δεν υπάρχει μία μοναδική, θεμιτή και αλάνθαστη μορφή τους, αλλά έχουν διασωθεί πολλές και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους παραλλαγές, που δεν επιτρέπουν συνήθως να φτάσουμε σε ένα «αρχικό» κείμενο. Κλασικό παράδειγμα το κείμενο του έπους του Διγενή Ακρίτη, που σώζεται σε 6 διαφορετικά χειρόγραφα-παραλλαγές, που παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους (άλλες είναι έμμετρες και άλλες πεζές – και από τις έμμετρες, άλλες ανομοιοκατάληκτες και άλλες ομοιοκατάληκτες –, άλλες γλωσσικά δημωδέστερες και άλλες λογιότερες, άλλες συντομότερες και άλλες εκτενέστερες, κ.ο.κ.).[16] Με άλλα λόγια, στην πρώιμη νεοελληνική γραμματεία είναι συχνά δύσκολο να αποδώσουμε τις διαφορές της χειρόγραφης παράδοσης ενός κειμένου σε «σφάλματα» και να τις «διορθώσουμε»: όταν λ.χ. ένας αντιγραφέας προσαρμόζει γλωσσικά το κείμενο που αντιγράφει, κάνοντάς το λογιότερο, δημωδέστερο ή διαλεκτικότερο, ώστε να το καταστήσει σαφέστερο για την κοινότητα στην οποία απευθύνεται, τότε είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για «σφάλμα», αλλά για μια συγκεκριμένη επιλογή που έχει αρκετά ξεκάθαρο στόχο. Από την άλλη, αυτή η επιλογή μάς είναι ελάχιστα χρήσιμη, αν θέλουμε να εικάσουμε τι μπορεί να είχε γράψει ο αρχικός συγγραφέας και να «αποκαταστήσουμε» το κείμενό του. Για το λόγο αυτό οι εκδοτικές μέθοδοι που εφαρμόζουμε σήμερα στα πρώιμα νεοελληνικά κείμενα είναι διαφορετικές από αυτές που εφαρμόζονται στην κλασική φιλολογία, και το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι γενικά αναγνωρίζουν πως, ακριβώς όπως και στα δημοτικά τραγούδια, όλοι οι μάρτυρες της παράδοσης ενός κειμένου μπορούν να έχουν την αυτονομία τους και τη δική τους αξία.[17] Η γενική εικόνα, λοιπόν, όπως μας παρουσιάζεται μέσα από τη χειρόγραφη παράδοση είναι ότι οι (αντι)γραφείς όλης της περιόδου που εξετάζουμε αντιμετώπιζαν με μεγάλη ελευθερία τα πρώιμα νεοελληνικά κείμενα, με αποτέλεσμα να μην τα αντιγράφουν απλώς, αλλά ουσιαστικά να τα διασκευάζουν. Με τα δικά μας κριτήρια, λοιπόν, ήταν μάλλον «βέβηλοι», αφού δε σέβονταν τη «βούληση» και την «πνευματική ιδιοκτησία» των συγγραφέων, προβαίνοντας σε «αυθαίρετες», όπως θα τις χαρακτηρίζαμε εμείς σήμερα, παρεμβάσεις.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κατοχύρωση των «πνευματικών δικαιωμάτων» αποτελεί «ευρεσιτεχνία» του 19ου και κυρίως του 20ού αιώνα και προέκυψε ως αποτέλεσμα της εξειδίκευσης και της επαγγελματοποίησης των συγγραφέων της Δύσης.[18] Παρόμοια πράγματα ισχύουν και για την «πρωτοτυπία», η οποία μεταβάλλεται σε αυταξία και αναδεικνύεται σε κυρίαρχο κριτήριο λογοτεχνικότητας πολύ αργά, στον 20ό κυρίως αιώνα, αν και οι ρίζες του φαινομένου θα πρέπει να αναζητηθούν νωρίτερα, στην περίοδο του ρομαντισμού και του προρομαντισμού: είναι ακριβώς τότε που η «πρωτοτυπία» αρχίζει να μεταβάλλεται σε ποιητικό αίτημα, μια εξέλιξη που αναμφισβήτητα σχετίζεται τόσο με την έξαρση του ατομικισμού στην ίδια περίοδο όσο και κυρίως με την έμφαση που δίνει η ρομαντική εποχή στην «ιδιοφυία», στην ιδιαίτερη «φύση» του προφήτη-ποιητή. Όλα αυτά τα φαινόμενα, σε πολιτικό επίπεδο, σχετίζονται άμεσα και με τη νέα μορφή πολιτειακής οργάνωσης που εξαπλώνεται με γρήγορους ρυθμούς σε όλη την Ευρώπη, τα έθνη-κράτη. Όμως, όλα τούτα αποτελούν σήματα και διακριτικά χαρακτηριστικά της νεότερης εποχής (19ος-20ός αι.), που δε θα μας απασχολήσει εδώ. Ας επισημανθεί μόνο πως ό,τι θα θεωρούσαμε εμείς σήμερα «βεβήλωση της βούλησης του συγγραφέα» ή «λογοκλοπή» μπορεί να εξηγηθεί ιστορικά στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνιών και επιλογών και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως κριτήριο λογοτεχνικότητας, εκτός και αν στόχος μας είναι να καταδικάσουμε συνολικά μια ολόκληρη εποχή και τα δημιουργήματά της – κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει.

Αν τώρα δεχτούμε ότι γραμματεία είναι το σύνολο των κειμένων που έχουν γραφτεί (ή και καταγραφεί) σε μία γλώσσα (συμπεριλαμβανομένων των διαλέκτων της) και ότι λογοτεχνία είναι ένα υποσύνολο της γραμματείας που αφορά «έντεχνα, αισθητικά φορτισμένα και αξιολογημένα» κείμενα[19] και, επίσης, ότι δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τα δικά μας, σύγχρονα κριτήρια για την αξιολόγηση αυτή, τότε πώς θα αποφασίσουμε τι ανήκει στη γραμματεία και τι στη λογοτεχνία σε μία δεδομένη εποχή και πιο συγκεκριμένα στην πρώιμη νεοελληνική περίοδο; Η λύση ίσως θα ήταν να κατηγοριοποιήσουμε –ή, ακριβέστερα, να κατηγοριοποιούμε κάθε φορά– τα κείμενα με βάση την αποτίμησή τους από τη σύγχρονή τους κριτική. Ωστόσο, κάτι τέτοιο τις περισσότερες φορές είναι αδύνατον, όχι μόνο γιατί για τα περισσότερα παλιότερα κείμενα απουσιάζουν τα τεκμήρια που θα επέτρεπαν να γνωρίσουμε τη θέση της σύγχρονής τους κριτικής, αλλά κυρίως γιατί για πάρα πολλά από τα κείμενα αυτά δε γνωρίζουμε καν πότε ακριβώς γράφτηκαν. Βέβαια, τα κείμενα διαγράφοντας την πορεία τους μέσα στο χρόνο ερμηνεύονται και αξιολογούνται, και τέτοιες ερμηνείες και αξιολογήσεις έχουμε πολλές στη διάθεσή μας, ιδίως από τη νεότερη εποχή (19ος-20ός αι.). Με δεδομένο, όμως, ότι «ιστορίες της πρόσληψης» για τα περισσότερα από τα πρώιμα νεοελληνικά κείμενα δε διαθέτουμε (και είναι αμφίβολο αν ποτέ θα αποκτήσουμε), το βασικό πρόβλημα παραμένει: τι κάνουμε με όλα τα κείμενα που στην εποχή τους ή σε κατοπινότερες περιόδους δε θεωρούνταν λογοτεχνικά, ενώ εμείς σήμερα διακρίνουμε σε αυτά λογοτεχνικές λειτουργίες; Και αντίστροφα, τι κάνουμε με όλα τα κείμενα που στην εποχή τους ή σε κατοπινότερες περιόδους θεωρούνταν λογοτεχνικά, ενώ εμείς σήμερα θα αντιμετωπίζαμε με μεγάλη επιφύλαξη και τη λογοτεχνική τους αξία και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και τη λογοτεχνική τους φύση; Ένα εύγλωττο παράδειγμα αποτελούν τα κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου: γενικά, δε θεωρούνται κομμάτι της λογοτεχνίας, αλλά της γραμματείας. Υπάρχει, όμως, μία μεγάλη κατηγορία τέτοιων κειμένων, οι βίοι αγίων, που, ενώ πιθανότατα στην εποχή τους και μέχρι πολύ πρόσφατα δε θεωρούνταν λογοτεχνικά, η έρευνα σήμερα βλέπει σε αυτά ξεκάθαρες λογοτεχνικές λειτουργίες.[20] Από την άλλη, αν δεχτούμε το κριτήριο της μη λογοτεχνικότητας των κειμένων θρησκευτικού περιεχομένου, θα υποχρεωθούμε να αποκλείσουμε από την πρώιμη νεοελληνική λογοτεχνία πλήθος έργων που και στην εποχή τους και αργότερα θεωρούνταν λογοτεχνικά, ακόμη και αριστουργηματικά (όπως λ.χ. τη Θυσία του Αβραάμ). Ανάλογα πράγματα θα μπορούσαν να ειπωθούν και για άλλες μεγάλες κατηγορίες κειμένων (εκλαϊκευτικά έργα επιστημονικού ή και πρακτικού/χρηστικού χαρακτήρα, ιστοριογραφικά και χρονογραφικά κείμενα, κλπ.).

Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις γίνονται για να καταδειχτεί ότι η εφαρμογή των δικών μας, σύγχρονων κριτηρίων «λογοτεχνικότητας» σε παλιότερες περιόδους μπορεί εύκολα να αποδειχτεί γραμματολογικά άστοχη, ιστορικά άδικη και θεωρητικά ατελέσφορη. Η λογοτεχνία είναι μια αισθητική, ιστορικά προσδιορισμένη κατηγορία, που το περιεχόμενό της ποικίλλει από εποχή σε εποχή, από πολιτισμό σε πολιτισμό, από κοινωνία σε κοινωνία, ακόμη και από αναγνώστη σε αναγνώστη. Και οι φοιτητές και οι φοιτήτριές μου ενθαρρύνονται να κατανοήσουν ότι, παρόλο που δεν μπορούμε να δώσουμε ένα γενικό ορισμό για τη λογοτεχνία, μπορούμε και πρέπει να εξετάζουμε τι σημαίνει η έννοια σε κάθε εποχή/κοινωνία/πολιτισμό και ασφαλώς μπορούμε να αποφασίσουμε τι σημαίνει λογοτεχνία για τον καθένα από μας.

Στο πλαίσιο αυτό και σε μία προσπάθεια εξοικείωσης των φοιτητριών και των φοιτητών μου με τα θεωρητικά ζητήματα των λογοτεχνικών σπουδών και μέσα από τη γνωριμία με το ζωντανό λαϊκό πολιτισμό και τη ζωντανή λαϊκή αφήγηση ειδικότερα, κατά το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2004-2005 (πάντα στο πλαίσιο του μαθήματος «Εισαγωγή στη νεοελληνική λογοτεχνία») ζήτησα από τους 100 πρωτοετείς του ΕΠΑ που παρακολουθούσαν το μάθημα να επιδοθούν σε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι. Υιοθετώντας τη λογική του «μαθαίνω παίζοντας», τους ζήτησα να πάνε στα χωριά τους (ή στα χωριά από τα οποία κατάγονταν οι γονείς τους) και τους/τις παρότρυνα να ζητήσουν από τη «στεντέ» (= γιαγιά) ή τον παππού τους να τους πει μια ιστορία (παραμύθι, κατά προτίμηση). Την ιστορία αυτή έπρεπε να τη μαγνητοφωνήσουν, κατόπιν να την απομαγνητοφωνήσουν και να την παρουσιάσουν στην τάξη.

Το πλαίσιο των παρουσιάσεων ήταν απολύτως ελεύθερο ως προς το θέμα: ο καθένας/-μία μπορούσε, βασιζόμενος/-η στην ιστορία που είχε ακούσει, να παρουσιάσει στην τάξη ό,τι ήθελε. Υπήρχαν όλοι κι όλοι δύο περιορισμοί. Ο πρώτος ήταν χρονικός: καθώς οι παρουσιάσεις θα γίνονταν από όλους και για όλους, πήραν τη μορφή διημερίδας και, καθώς οι φοιτητές και οι φοιτήτριες ήταν πολλοί/-ές δόθηκε στον/-ην καθένα/-μία ένα πεντάλεπτο (από το οποίο 30 δευτερόλεπτα έως ένα λεπτό το πολύ θα έπρεπε να το αφιερώσουν σε περίληψη της ιστορίας που τους είχαν αφηγηθεί). Μοιράστηκαν σε δύο ομάδες αλφαβητικά και αποφασίστηκε 50 να παρουσιάσουν την πρώτη μέρα της «διημερίδας» και οι υπόλοιποι 50 την επόμενη. Το πρόγραμμα προέβλεπε δύο συνεδρίες για κάθε ημέρα, μία τρίωρη πρωινή και μία δίωρη απογευματινή με ενδιάμεσο μεσημεριανό διάλειμμα και ήταν απόλυτα κατανοητό από όλες και όλους ότι οι χρόνοι έπρεπε να τηρηθούν απαρέγκλιτα, αν δε θέλαμε να περάσουμε ολόκληρο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Νοέμβρη στο Πανεπιστήμιο. Ο δεύτερος περιορισμός ήταν ποιοτικός μάλλον, παρά θεματικός και είχε να κάνει με την πρωτοτυπία της παρουσίασης: παρόλο που σε όλες και όλους δόθηκε απόλυτη ελευθερία στην επιλογή του θέματος της παρουσίασης, δεδομένου ότι θα παρακολουθούσαμε 50 παρουσιάσεις στη σειρά, θα έπρεπε να φροντίσουν ώστε αυτό που θα έλεγαν στο πεντάλεπτο που είχαν στη διάθεσή τους αν όχι να μας εντυπωσιάσει, τουλάχιστον να μη μας κάνει να βαρεθούμε. Ο λόγος που επικαλέστηκα για να τους πείσω να συμμετάσχουν ήταν ότι όλες και όλοι τους ήταν οι μελλοντικές/-οί δασκάλες/-οι του τόπου και, άρα, ήταν φυσικό για μένα να θέλω να δω πώς μπορούν να σταθούν μέσα σε μία αίθουσα διδασκαλίας, αναλαμβάνοντας πλέον το ρόλο του ενεργητικού πομπού και όχι του παθητικού δέκτη. Επιπλέον, επιδίωκα με αυτό τον τρόπο την ενεργότερη συμμετοχή τους στο μάθημα, αλλά και τον έλεγχο της αφομοίωσης ή μη (τουλάχιστον σε επίπεδο προβληματισμού) όσων είχαν διδαχθεί μέχρι τότε. Για τις παρουσιάσεις αυτές θα βαθμολογούνταν (κριτήρια ήταν η σοβαρότητα και εγκυρότητα της παρουσίασης, η πρωτοτυπία και η τήρηση των χρονικών ορίων), όπως επίσης θα βαθμολογούνταν και για τη γραπτή μορφή της παρουσίασης αυτής, που θα περιλάμβανε και την απομαγνητοφωνημένη μορφή των προφορικών διηγήσεων που είχαν συλλέξει (κριτήριο η ποιότητα και η πιστότητα της μεταγραφής). Φυσικά η όλη διαδικασία τους παρουσιάστηκε σαν παιχνίδι και σαν τέτοιο το αντιμετώπισαν όλες και όλοι και γι’ αυτό άλλωστε το ευχαριστήθηκαν – είναι προφανές βέβαια ότι πρόκειται για μια πολύπλοκη εργασία που απαιτεί την καλλιέργεια πολλών διαφορετικών δεξιοτήτων, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Δυστυχώς τα στενά πλαίσια αυτής της ανακοίνωσης δεν επιτρέπουν καθόλου να προχωρήσω σε λεπτομέρειες. Θα αναφέρω επιγραμματικά ότι με την εξαίρεση 4 ατόμων (ποσοστό που κινείται στα όρια του στατιστικού λάθους) όλες και όλοι τήρησαν τα χρονικά όρια· με την εξαίρεση 1 ατόμου, που αγχώθηκε και δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την παρουσίασή του, οι παρουσιάσεις όλων ήταν από ικανοποιητικές έως και εξαιρετικές, με εντυπωσιακή χρήση τεχνολογικών μέσων (ποσοστό πάνω από 50% χρησιμοποίησε υπολογιστή (PowerPoint) ή προβολέα διαφανειών)· πολύ λιγότερο ρηξικέλευθοι, ριζοσπαστικοί ή πρωτότυποι απ’ ό,τι περίμενα εμφανίστηκαν στην κριτική τους: συνολικά θα έλεγα ότι ήταν συντηρητικοί και ανακυκλωτικοί σε ό,τι αφορά τις απόψεις που διατύπωσαν καταφεύγοντας συχνά σε στερεότυπα. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι όλοι κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια και κάποιοι μάλιστα είχαν την ευκαιρία μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία να φανερώσουν τα ταλέντα και τη δημιουργικότητά τους σε διάφορα επίπεδα, αλλά και να ανακαλύψουν τον εαυτό τους, την ιστορία τους, ακόμη και να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και κάποιες αρχικές αδυναμίες τους. Για να αναφέρω λίγα μόνο παραδείγματα: κάποια φοιτήτρια μέσα από την αφήγηση της γιαγιάς της για το γάμο της προγιαγιάς της όχι μόνο ανακάλυψε την οικογενειακή της ιστορία, αλλά και κατάφερε μετά από έρευνα να ανασύρει στην επιφάνεια το προικοσύμφωνο που είχαν κάνει οι πρόγονοί της στις αρχές του αιώνα, καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την ίδια εποχή. Σε άλλες περιπτώσεις, φοιτητές και φοιτήτριες ανακάλυψαν με προσωπική έρευνα ενδιαφέρον λαογραφικό και φωτογραφικό υλικό για τοπικούς θρύλους και παραδόσεις (για σπηλιές, γκρεμούς, τοπικά έθιμα, κλπ.), ενώ δεν έλειψαν και αξιοπρόσεκτες συμβολές για γλωσσικά ζητήματα που αφορούν τη διάλεκτο (αξιοπρόσεκτες με την έννοια της σχετικά ακριβούς περιγραφής των φαινομένων και της ικανοποιητικής γνώσης της σχετικής βιβλιογραφίας, την οποία ανακάλυψαν μόνες/-οι τους). Σε άλλη περίπτωση, φοιτήτρια αποφάσισε να εικονογραφήσει επιλεκτικά σκηνές από το παραμύθι που της αφηγήθηκε ένας ομολογουμένως εξαιρετικά χαρισματικός λαϊκός αφηγητής, ενώ μια άλλη κατασκεύασε φιγούρες από χαρτί, τις προσάρμοσε σε ξυλάκια και μας έπαιξε εν είδει κουκλοθέατρου το ζωόμυθο που της είχαν αφηγηθεί. Σταματώ όμως εδώ.

Όπως είναι ξεκάθαρο, τα οφέλη από μια τέτοια άσκηση είναι πολλαπλά: μέσα από ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, που παρέχει ωστόσο ταυτόχρονα και πολλές ελευθερίες, φοιτητές και φοιτήτριες καταφέρνουν να φανερώσουν τα ταλέντα και τη δημιουργικότητά τους, ενώ παράλληλα επιστρατεύουν και καλλιεργούν δεξιότητες που σχετίζονται βέβαια με κάποια πρακτικά ζητήματα (τήρηση χρονικών ορίων), αλλά κυρίως σχετίζονται με την επιστημονική τους διαμόρφωση: η εργασία που επιχειρούν να φέρουν σε πέρας περιλαμβάνει μεταξύ άλλων α. πρωτογενή έρευνα, δηλαδή συλλογή υλικού/δεδομένων ή field work (ηχογράφηση αφήγησης), β. εκδοτική και γλωσσική εργασία (απομαγνητοφώνηση και φιλολογική αποκατάσταση του κειμένου), γ. δευτερογενή έρευνα (αναζήτηση βιβλιογραφίας στη βιβλιοθήκη, αλλά και γενικότερα υλικού στο διαδίκτυο για την κριτική/παρουσίαση της ιστορίας), δ. ανάπτυξη κριτικής σκέψης όχι μόνο μέσα από την επιλογή ελεύθερου θέματος, αλλά και με τη μορφή πρακτικής άσκησης (περίληψη). Η ανάπτυξη αυτών των δεξιοτήτων και η επιστημονική διαμόρφωση των μελλοντικών δασκάλων προς αυτή την κατεύθυνση είναι νομίζω και για έναν επιπλέον λόγο σημαντική και χρήσιμη: ας μην ξεχνάμε ότι σε πολλές περιπτώσεις, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα ελληνικά ιδιώματα και την ελληνική λαογραφία, είναι οι δάσκαλοι της κοινότητας/του χωριού/της κωμόπολης, που αναλαμβάνουν το ρόλο, ως τοπικοί λόγιοι, της διάσωσης του λαογραφικού πλούτου μιας περιοχής. Και σκέφτομαι πως, αν πρόκειται να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο οι δάσκαλοί μας στο μέλλον, καλό είναι να έχουν αντιμετωπίσει ήδη στα χρόνια των σπουδών τους τα προβλήματα που ανακύπτουν στην πορεία μιας τέτοιας διαδικασίας, για να έχουν τουλάχιστον υπόψη τους κάποιες από τις ενδεχόμενες λύσεις. Τέλος, σε ό,τι αφορά τη ζωντανή λαϊκή παράδοση ειδικότερα, νομίζω ότι μια τέτοια άσκηση μπορεί να συντελέσει στη δικαίωση και να βοηθήσει στην αποκατάστασή της στις συνειδήσεις φοιτητών, φοιτητριών, αλλά και των ζώντων φορέων της, αφού όλοι συνειδητοποιούν ότι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, να συσχετιστεί με θεωρητικά ζητήματα, αλλά και να είναι για όλους πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.

Κλείνω με κάτι που δεν είχα προβλέψει, όταν προσκαλούσα τους φοιτητές και τις φοιτήτριές μου σε αυτό το παιχνίδι. Όπως είναι γνωστό, στην Κύπρο τα αγόρια εκπληρώνουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις πρώτα και κατόπιν ξεκινούν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο. Έτσι, το ακροατήριο μου των πρωτοετών αποτελείται κατά κανόνα από 18χρονα κορίτσια και 20χρονα αγόρια. Όπως είναι επίσης γνωστό, η διάλεκτος στην Κύπρο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, είναι ζωντανή και μιλιέται παντού σε όλες τις καθημερινές εκδηλώσεις των ανθρώπων. Όταν, λοιπόν, προσκαλούσα τους φοιτητές και τις φοιτήτριές μου να συμμετάσχουν σε αυτό το παιχνίδι, γνώριζα βέβαια τις δυσκολίες που υπάρχουν στην γραπτή απόδοση των φθόγγων της κυπριακής,[21] αλλά ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι οι φοιτήτριες μου στα 18 τους και οι φοιτητές μου στα 20 τους θα βρίσκονταν στην ανάγκη, για πρώτη φορά στη ζωή τους, να γράψουν τη γλώσσα που μιλάνε. Από αυτή την άποψη, η γνωριμία τους με τη λαϊκή λογοτεχνία στο πλαίσιο αυτής της άσκησης αποτέλεσε, χωρίς υπερβολή, πραγματική διαδικασία αυτογνωσίας. Αλλά αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα, που απαιτεί διαφορετικά περιθώρια χώρου και χρόνου, στο οποίο ευελπιστώ ότι θα επανέλθω άλλοτε.

Βιβλιογραφία
Αγαπητός, Παναγιώτης Α., «Από το ‘δράμα’ του Έρωτα στο ‘αφήγημαν’ της Αγάπης: το ερωτικό μυθιστόρημα στο Βυζάντιο (11ος-14ος αιώνας)» στο Αγγελίδη 2004, 53-72.
Αγγελίδη, Χριστίνα Γ., επιμ., Το Βυζάντιο ώριμο για αλλαγές. Επιλογές, ευαισθησίες και τρόποι έκφρασης από τον ενδέκατο στον δέκατο πέμπτο αιώνα, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, 2004.
Αγγέλου, Άλκης, επιμ., Giulio Cesare Dalla Croce, Ο Μπερτόλδος και ο Μπερτολδίνος, Aθήνα: Ερμής, 1988.
Αλεξιάδης, Μηνάς Αλ., «Η εθνογραφική προσέγγιση του παραμυθιού» στο Αυδίκος 1996, 103-117.
Αυδίκος, Ευάγγελος Γρ., επιμ., Από το παραμύθι στα κόμικς. Παράδοση και νεοτερικότητα [sic], εισαγωγή: Μ. Γ. Μερακλής, Αθήνα: Οδυσσέας, 1996.
Bakker, Wim και van Gemert, Arnold F., επιμ., The Λόγοι Διδακτικοί of Marinos Phalieros, critical edition with introduction, notes and index verborum, Leiden: Brill, 1977.
Bauman, Richard, Verbal Act as Performance, Prospect Heights, Illinois: Waveland Press, 1984.
Βελουδής, Γιώργος, Γραμματολογία. Θεωρία λογοτεχνίας, Αθήνα: Δωδώνη, 1994.
Ben-Amos, Dan, ‘Toward a definition of folklore in context’, Journal of American Folklore, 84, 1971, 3-15.
Ben-Amos, Dan, ed., Folklore Genres, Austin and London: University of Texas Press, 1976
Ben-Amos, Dan και Goldstein, Kenneth S., eds., Folklore: Performance and Communication, The Hague and Paris: Mouton, 1975.
Bishop, Julia C. και Curtis, Mavis, eds., Play today in the primary school playground. Life, learning and creativity, with a Foreword by Iona Opie, Buckinghman, Philadephia: Open University Press, 2001.
Constantinou, Stavroula, Female Corporeal Performances: Reading the Body in Byzantine Passions and Lives of Holy Women, (Acta Universitatis Upsaliensis, Studia Byzantina Upsaliensia, 9), Uppsala: Uppsala Universitet, 2005.
Dundes, Alan, ed., The Study of Folklore, Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice-Hall, 1965.
Eideneier, Hans, Moennig, Ullrich και Τουφεξής, Νότης, επιμ., Θεωρία και πράξη των εκδόσεων της υστεροβυζαντινής αναγεννησιακής και μεταβυζαντινής δημώδους γραμματείας. Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi IVα (Αμβούργο 28. – 31.1.1999), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001.
Holton, David, Λεντάρη, Τίνα, Moennig, Ullrich και Vejleskov, Peter, επιμ., Κωδικογράφοι, συλλέκτες, διασκευαστές και εκδότες. Χειρόγραφα και εκδόσεις της όψιμης βυζαντινής και πρώιμης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στο Ινστιτούτο της Δανίας στην Αθήνα, 23-26 Μαΐου 2002, προς τιμήν των Hans Eideneier και Arnold van Gemert, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2005.
Jeffreys, Elizabeth, ed., Digenis Akritis. The Grottaferrata and Escorial Versions, Cambridge: Cambridge University Press, 1998.
Jónsson, Einar Már, Le Miroir. Naissance d’un genre littéraire, Paris: Les belles letters, 1995.
Καπλάνογλου, Μαριάνθη, Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα: μια παλιά τέχνη σε μια νέα εποχή. Το παράδειγμα των αφηγητών από τα νησιά του Αιγαίου και από τις προσφυγικές κοινότητες των Μικρασιατών Ελλήνων, β΄ έκδοση, Αθήνα: Πατάκης, 2002.
Καραναστάσης, Τάσος Α., «Σημειώσεις» στο Odorico, κ.ά. 1996, 327-414.
Κεχαγιόγλου, Γιώργος, «Νεοελληνικά λογοτεχνικά λαϊκά βιβλία: προκαταρκτικά γραμματολογικά-ειδολογικά και βιβλιογραφικά ζητήματα», Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας, 1, 1991, 247-260.
Κεχαγιόγλου, Γιώργος, «Ειδολογικές και εκδοτικές προτάσεις για τα νεοελληνικά λογοτεχνικά λαϊκά βιβλία (από τις αρχές ως τα τέλη του 18ου αιώνα)» στο Παναγιωτάκης 1993/1, 74-99.
Μερακλής, Μιχάλης Γ., Τι είναι λαϊκή λογοτεχνία. Δοκίμια, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1988.
Μερακλής, Μιχάλης Γ., Λαογραφικά ζητήματα, Αθήνα: Μπούρας, 1989.
Odorico, Ρaolo, επιμ., με τη συνεργασία των: Σπύρου Ασδραχά, Τάσου Α. Καραναστάση, Κώστα Κωστή και Σωκράτη Πετμεζά, Αναμνήσεις και συμβουλές του Συναδινού, ιερέα Σερρών στη Μακεδονία (17ος αιώνας), <χ.τ.>: Association “Pierre Belon”, 1996.
Παναγιωτάκης, Νικόλαος Μ., επιμ., Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου «Neograeca Medii Aevi» (Βενετία, 7-10 Νοεμβρίου 1991), 2 τόμοι, Βενετία: Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, 1993.
Πιερής, Μιχάλης, «Εκδοτικά ζητήματα διαλεκτικών κειμένων της Κύπρου» στον τόμο Εκδοτικά προβλήματα και απορίες. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Γ. Π. Σαββίδη, Αθήνα, 16-17 Ιουνίου 2000, Αθήνα: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2002, 118-129.
Williams, Raymond, Keywords: A Vocabulary of Culture and Society, London: Fontana/Croom Helm, 1983.




Εικόνα 1
Από τις εργασίες των φοιτητριών Ιωάννας Χριστοδούλου (αριστερή εικόνα: εικονογράφηση παραμυθιού) και Μαρίας Χατζηαναστάση (δεξιά εικόνα: φιγούρα αυτοσχέδιου κουκλοθέατρου)

Σημειώσεις
[1] Βλ. Μερακλής 1988, 5. Ασφαλώς, ο Μερακλής δε συμμερίζεται αυτό τον ορισμό, παρά μόνο τον δέχεται ως «σημείο εκκίνησης και αναφοράς».
[2] Βλ. Dundes 1965, 2: ‘the term “folk” can refer to any group of people whatsoever who share at least one common factor [such as] ‘a common occupation, language, or religion’ (η υπογράμμιση δική του, η μετάφραση δική μου).
[3] Δανείζομαι εδώ τη διατύπωση των Bishop και Curtis (2001, 6· η μετάφραση δική μου).
[4] Βλ. «Λαός και λαϊκός πολιτισμός» στο Μερακλής 1989, 32 (πρόκειται για αναδημοσίευση άρθρου που είχε παρουσιαστεί στο περ. Νέα Δομή 1 το 1976).
[5] Βλ. τη χρήσιμη παρουσίαση του Μηνά Αλεξιάδη για το παραμύθι (Αλεξιάδης 1996).
[6] Βλ. ενδεικτικά το σημαντικό άρθρο Ben-Amos 1971, τη μονογραφία Bauman 1984, καθώς και τα συλλογικά έργα Ben-Amos 1976 και Ben-Amos και Goldstein 1975. Για την ουγγαρέζα Linda Dégh και άλλους μελετητές που μπορούν να ενταχθούν στην ίδια «ομάδα» μελετητών βλ. Αλεξιάδης 1996, 106, όπου και ενδεικτική βιβλιογραφία.
[7] Βλ. Καπλάνογλου 2002, 57.
[8] Βλ. Καπλάνογλου 2002, 57-61.
[9] Βλ. Καπλάνογλου 2002, 28-29.
[10] Βλ. Williams 1983, 319: ‘It is sometimes observed by those who have looked into particular traditions that it only takes two generations to make anything traditional: naturally enough, since that is the sense of tradition as active process’.
[11] Βλ. χαρακτηριστικά την ενότητα 4 «Πρώτες προσπάθειες συγκέντρωσης λαϊκών παραμυθιών (18ος-αρχές 20ού αιώνα)» της Εισαγωγής στο Καπλάνογλου 2002, 62-82.
[12] Όχι μόνο στη λαογραφία, αλλά και στη φιλολογία· βλ. λ.χ. τη διαφωνία Αγγέλου (1988) και Κεχαγιόγλου (1991, 1993) για τα λαϊκά αναγνώσματα.
[13] Βλ. για παράδειγμα ολόκληρη την εισαγωγή του χρονικού του παπα-Συναδινού (17ος αι.), που είναι αντιγραμμένη από την εισαγωγή της Ιστορίας των κατά την Ουγγροβλαχίαν τελεσθέντων του Ματθαίου Μυρέων (πρβλ. Καραναστάσης 1996, 327-328), και την ακόμη πιο γνωστή και χαρακτηριστική περίπτωση των Λόγων διδακτικών του Μαρίνου Φαλιέρου (βλ. Bakker και van Gemert 1977), που το 16ο αιώνα τυπώνονται στη Βενετία με το όνομα του Μάρκου Δεφαράνα.
[14] Για τη διαδικασία «ανωνυμοποίησης» δημωδών, αλλά και λόγιων/αρχαίων κειμένων από βυζαντινούς αντιγραφείς βλ. Αγαπητός 2004, 63-65.
[15] Βλ. την επισήμανση του μελετητή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης Einar Már Jónsson (1995, 159).
[16] Για μια περιγραφή των παραλλαγών του κειμένου βλ. την εισαγωγή στο Jeffreys 1998.
[17] Για τις εκδοτικές αρχές που εφαρμόζονται στα πρώιμα νεοελληνικά κείμενα και άλλα συναφή ζητήματα βλ. τους συλλογικούς τόμους Eideneier, κ.ά, 2001, καθώς και Holton, κ.ά., 2005.
[18] Για μια ιστορία του copyright στις ΗΠΑ ─με τη μορφή «χρονολογίου»─ μπορεί να ανατρέξει κανείς στην ιστοσελίδα http://arl.cni.org/info/frn/copy/timeline.html, όπου θα βρει και βασική, συμβατική και διαδικτυακή, βιβλιογραφία. Ανάμεσα στα βιβλία που κυκλοφορούν για το θέμα, ξεχωριστό ενδιαφέρον, χάρη και στο πλούσιο εικονογραφικό υλικό του, παρουσιάζει το βιβλίο του αμερικανού νομικού Edward Samuels, The Illustrated Story of Copyright, Νέα Υόρκη: St. Martin’s Press, 2000, το οποίο διατίθεται επίσης δωρεάν στο διαδίκτυο στη διεύθυνση http://www.edwardsamuels.com/%20illustratedstory/index.htm).
[19] Βλ. Βελουδής 1994, 17.
[20] Βλ. χαρακτηριστικά το βιβλίο της Constantinou (2005).
[21] Τις γνώριζα ως αναγνώστης και εκδότης παλιότερων ιδιωματικών κειμένων και βέβαια μέσα από τη σχετική βιβλιογραφία (βλ. χαρακτηριστικά Πιερής 2002, όπου καταγράφονται προβλήματα και συγκεντρώνονται και εκδοτικές λύσεις που έχουν δοθεί κατά καιρούς για τα προβλήματα αυτά).

Δεν υπάρχουν σχόλια: